- του Πέτρου Τσερκέζη -
ποιητή - συγγραφέα
«Εχεεϊ σταματήστε. Πείτε το καρβανάρι να σταματήσει».
«Τι είναι, τι συμβαίνει;» Ρώτησε ο πρώτος που οδηγούσε το καρβανάρι.
«Ο γέροντας θέλει να σας αποχαιρετίσει».
Το καρβανάρι σταμάτησε. Ο ήλιος είχε λοξοδρομήσει προς την ανατολή, ενώ ο δρόμος ανέβαινε προς τις γιδόστρατες. Ο γέροντας άρχισε να χαιρετάει και να ευλογεί τους συνταξιδιώτες του. Εκείνοι που τον είχαν ακούσει να μιλάει καθ’ όλης της πορείας και θαύμαζαν τα λεγόμενα του και την αισιοδοξία του, τον κοίταζαν μ’ ένα βλέμμα σαν να τον παρακαλούσαν ή να του ζητούσαν ελεημοσύνη.
Τα μάτια τους είχαν αρχίσει να υγραίνουν και έμοιαζαν με παράθυρα που τα κυριαρχούσε μια φωτεινή παράκληση, μια κραυγή που πήγαζε ευθέως από τα βάθη της καρδιάς και δεν περίμεναν κάποια σειρά για να εκφράσουν την επιθυμία τους, αλλά μιλούσαν όλοι μαζί, ταυτόχρονα:
«Έλα μαζί μας άγιε πατέρα. Μη μας εγκαταλείπεις γέροντα. Και λίγο και θα νυχτώσει, η νύχτα θα δυσκολέψει την πορεία σου. Έλα μαζί μας, θα σε φιλοξενήσουμε στο Αργυρόκαστρο».
«Μη με παρακαλάτε» είπε ο γέροντας, «τον Θεό να παρακαλάτε, όχι εμένα. Η καρδιά μου το επιθυμεί πολύ, όμως μου είναι αδύνατο, αδύνατο».
Μια αστραπή θυμού πέρασε στα μάτια του κι έκαμε τα φρύδια του να σουρώνουν και ταυτόχρονα χτύπησε το ραβδί του δυνατά μπροστά στα πόδια του σαν να πατούσε το κεφάλι ενός ερπετού. Το έντονο φως που αντανακλούσαν τα μάτια του ήταν σαν μια έκρηξη για την αγιοσύνη του και συνέχισε για μερικά λεπτά.
Είχε αναγνωρίσει τελικά τον τόπο του τρομερού ονείρου που τον είχε βασανίσει για εβδομάδες. Εδώ σ’ αυτά τα κατσουφιασμένα και κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου με μια βαθιά θεϊκή σκιά, σ’ αυτή την πόλη που αιωρούνταν κι έμοιαζε σαν να είχε ανοίξει τα φτερά ένας πέτρινος αετός στους πρόποδες του βουνού και κατέβαινε ως κάτω στην κοιλάδα, σαν να ήθελε να δροσίσει τα πόδια στο Δρίνο ποταμό, σ’ αυτήν την πόλη θα γεννιόταν.
Τώρα ήταν απόλυτα σίγουρος.
«Εδώ», είπε με βαθιά φωνή, κάπως τρεμάμενη, σηκώνοντας το ραβδί, «εδώ στην καρδιά αυτής της πέτρινης πόλης θα γεννηθεί ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ. Θα τον αποκαλέσουν: ο “σκληρός”, ο “όμορφος”. Έτσι εμφανίζεται πάντα ο σατανάς. Αυτός θα είναι ο κόκκινος σατανάς, πολλοί θα τον χειροκροτήσουν και θ’ αποκεφαλίσει πολλούς, όμως το κακό που θα προκαλέσει σ’ αυτόν τον τόπο δεν θα μπορέσουν να το επανορθώσουν αιώνες.
Πολλά δεινά θα υποστεί αυτό το φτωχό κομμάτι της Ρωμιοσύνης. Θα καταστρέψει το έθνος, παιδεία και θρησκεία και κανείς δεν θα μπορέσει να τον σταματήσει. Δεν θα επισκεφτώ τώρα αυτή την πόλη, στην επιστροφή θα’ ρθω, σίγουρα θα’ ρθω. Σας υπόσχομαι. Έχετε γεια και ο Θεός μαζί σας».
Έφυγε με γοργό βήμα, χτυπώντας δυνατά το ραβδί του πάνω στους βράχους, σαν να χτυπούσε κατακέφαλα τον σατανά, το φάντασμα των ερχόμενων αιώνων, που είχε εμφανιστεί στην πορεία του, αφήνοντας πίσω του την προφητική και αλάθητη σοφία που αστραφτοκοπούσε στους καιρούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου