(Απ’ τους καημούς της ξενιτιάς)
του δάσκαλου και δημοσιογράφου Χρήστου Ντρίτσου
Έφυγε νιος ο μπάρμπα Κώτσιος για την Αμερική. Ήταν τότε τα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης προς τη δύση, οι δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα του περασμένου αιώνα. Κι έμεινε εκεί μια ζωή ολόκληρη. Και γύρισε στα βαθιά του γεράματα στο σπιτάκι του, στην καλή του γυναίκα, που την άφησε νέα και τη βρήκε γριά, και στις δυο του κόρες με γιους κι εγγόνια.
Τρέμανε τα γόνατά του μπαίνοντας στο μικρό του σπιτάκι. Του θύμιζε πολλά εκείνο το φτωχό πατρικό, που άφησε κάποτε γονείς κι αδέρφια και χάραξε στην καρδιά του ανεξίτηλες αναμνήσεις. Και δεν βρήκε κανέναν από κείνους. Κι ο καλός γέροντας ,εκείνος που είχε δει χώρες και κόσμους κι είχε περάσει στα ξένα με υπομονή και κουράγιο μπόρες και φουρτούνες, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε ν’ αντέξει. Σωριάστηκε κι έλιωσε στο κλάμα...
Ήταν καλός ο μπάρμπα Κώτσιος, ψυχούλα, όπως λένε στα μέρη μας. Και προσαρμόστηκε γρήγορα στη ζωή. Ήξερε να συμπεριφέρεται και να μπαίνει σε κουβέντα με μικρούς και μεγάλους. Και να προσέχει στα λόγια του...Γιατί οι πράκτορες και οι συνεργάτες του σιγκουρίμι ήταν παντού, ένας στους τρεις, όπως λέγανε.
Πολλές φορές τον περιτριγυρίζαμε και τον ρωτούσαμε για τη ζωή στην Αμερική και για τη δική του ζωή χρόνια ολόκληρα στα ξένα. Και να, μια μέρα τι μας είπε:
«Έφυγα νέος για τα ξένα, με την βοήθεια των συγχωριανών μου. Τις πρώτες μέρες, όσο βρω δουλειά, με βάσταξαν εκείνοι, που δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Και μια μέρα μου είπαν να παρουσιαστώ στα γραφεία κάποιου μεγάλου επιχειρηματία υπογείων αποχωρητηρίων (τουαλέτ) στην μεγαλούπολη με αρκετά εκατομμύρια κατοίκους. Πήγα. Με περίμενε καλά ο άρχοντας. Μου τα εξήγησε όλα: τη δουλειά, το ωράριο, το μισθό...
Κι εγώ, που έφυγα από τον καθαρό αέρα του χωριού, τα λουλούδια και τα πράσινα λιβάδια, τα κελαηδήματα των πουλιών, τις βρύσες και τα ποτάμια, άρχισα δουλειά εκεί στα υπόγεια.
Και να, ύστερα από μερικές μέρες βλέπω τ’ αφεντικό να ‘ρχεται, να κατεβαίνει τις σκάλες, να μπαίνει στο ιδιαίτερο δωμάτιο του ρουχισμού και από κει να βγαίνει ντυμένος με ρούχα δουλειάς και μπότες στα πόδια. Κι άρχισε αμέσως να σκουπίζει, να καθαρίζει και να πλένει σαν να ήταν μεροκαματιάρης. Φαίνεται πως κάποιος τον είχε ειδοποιήσει ότι η δουλειά με μένα δεν πήγαινε καλά. Τον παρακολουθούσα και τσιμουδιά να βγάλω από το στόμα μου.
Δούλεψε χωρίς να σταματήσει. Πάτησε κι έχωσε τα χέρια του παντού, και στο τέλος, αφού τελείωσε, πλύθηκε, φορέθηκε και μου είπε: «Να, αυτή τη δουλειά θα κάνεις. Έτσι, όπως εγώ τώρα. Σύμφωνος;» Κι έφυγε. Δούλεψε το αφεντικό μισή ώρα στα υπόγεια, στα νερά, στις βρομιές και στις ακαθαρσίες, ενώ εγώ έμεινα εκεί μια ζωή ολόκληρη».Αναστέναξε ο γέροντας και συνέχισε: «Αυτά είναι τα ξένα, παιδιά μου. Εκεί, όπου και να ‘σαι, είσαι «σε ξένους ξένος.»
Έφυγε στα βαθιά του γεράματα ο καλός γέροντας. Δεν πρόφτασε να ζήσει στα χρόνια τούτα της μεγάλης ανατροπής. Του μεγάλου ξεριζωμού και τις εγκατάλειψης. Και να ΄βλεπε να αδειάζουν τα χωριά μας από μέρα σε μέρα...
Ήταν από κείνους που, ξέροντας και νιώθοντας τα βάσανα και τις πίκρες της ξενιτιάς, θα ‘σμιγε και θα σήκωνε ψηλά τη φωνή του, μαζί με κείνη των γερόντων που έχουν μείνει, φωνάζοντας:
«Πού πάτε, παιδιά; Που πάτε; Γυρίστε στα μέρη σας, γυρίστε, κοντά μας! Εδώ είναι ο τόπος σας. Εδώ σας ζητάνε και σας προσμένουνε όλοι και όλα: οι γονείς σας, το πατρικό σας σπιτάκι, οι συγγενείς και οι φίλοι σας, τα βουνά και οι κάμποι, κάθε τι το ιερό και το άγιο!
Γυρίστε να φτιάξετε τα σπίτια σας και τα νοικοκυριά σας Μόνον εδώ θα βρείτε τη ζωή σας, τη ζεστασιά σας, τη γαλήνη σας !»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου