Η Γορίτσα, ο «ουρανοξύστης» της Δρόπολης, μολονότι είναι το μικρότερο χωριό σε πληθυσμό έχει πολλούς πολιτικούς κρατούμενους από το Ενβεριστικό ολοκληρωτικό καθεστώς εκ των οποίων ξεχωρίζει ο Παύλος Κέντρος με τραγικό θάνατο στην άνοιξη της ζωής του.
Μια μέρα αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε προς Κορυτσά αφού οι έρευνές μας στην πόλη του Αργυροκάστρου και στην περιοχή της Δρόπολης δεν απέδωσαν. Στο γραφείο Εσωτερικών Υποθέσεων της Κορυτσάς μας περίμενε ένας ασπρομάλλης μεσήλικας αστυνομικός,που προσπαθούσε να ήταν όσο πιο ευγενικός γινόταν μαζί μας. Η ανατροπή έχει συμβεί και έπνεε ένας άνεμος αλλαγής, σαν η χαραυγή ενός πρωινού που ο ήλιος ανυπόμονα περιμένει να ανατείλει μετά από μία ατελείωτη παγωμένη νύχτα.
Ηταν Απρίλιος του 1992. Η μητέρα μου ανήσυχη έσφιγγε τα χέρια που έτρεμαν πότε πότε και με ρωτούσε:
-Τι λες θα καταφέρουμε να τον βρούμε... δεν μπορεί να μην υπάρχει κάποιο γράμμα που δείχνει που βρίσκεται ο τάφος... τουλάχιστον να υπάρχει κάποιος τάφος που να αναπαύονται τα οστά του...να υπάρχει ένας τάφος όπου μπορούμε να τον κλάψουμε... δεν μας αφήσαν ούτε να τον κλάψουμε όταν τον σκότωσαν ως «εχθρό»... το έχω αμανάτι από τη μητέρα και τον αδερφό μου.
Τα λεγόμενα της και οι παρακλήσεις της με συγκίνησαν όσο και αν προσπαθούσα να σταθώ ψύχραιμος μπροστά της. Αλλά η περιπέτειά μας δεν έλεγε να τελειώσει εδώ. Στους καταλόγους του πρώην γραφείου Εσωτερικών Υποθέσεων της Κορυτσάς όπου περιλαμβανόταν και η Ερσέκα,δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει την τοποθεσία του τάφου, μάλλον τα είχαν εξαφανίσει όλα χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος. Φαίνεται πως όχι μόνο ζωντανός αλλά και νεκρός αποτελούσε κίνδυνο γι’ αυτούς.
Πηγαίνετε μια και από το Υπουργείο Εσωτερικών - μας είπε ο αστυνομικός - μήπως βρείτε κάτι. Το μυστήριο αυτό ούτε πρόκειται να λυνόταν.Σε αυτούς τους ποντικοφαγωμένους φακέλους και τα ξεθωριασμένα έγγραφα έχουν θαφτεί τα πάντα για να μην βγει η αλήθεια στο φως ποτέ.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Στις 14 Απριλίου 1949 οι σφαίρες θα έκοβαν για πάντα το νήμα της ζωής του 23-χρονου παιδιού από το χωριό Γορίτσα της Δρόπολης, Παύλου Κέντρου. Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα όταν ερωτήθηκε για την τελευταία του επιθυμία, με παγωμένη έκφραση από τον τρόμο και τρεμάμενη φωνή είπε: «Αμανάτι στη μητέρα μου που την αγαπούσα και με αγαπούσε πολύ.» Μόλις τελείωσε τη φράση μια ομοβροντία σφαιρών διαπέρασε το θώρακα. Η ειρωνία της τύχης του, στο εκτελεστικό απόσπαμα ήταν οι φίλοι του τάγματός του που υπηρετούσαν μαζί τη στρατιωτική θητεία στην Ερσέκα της Κορυτσάς. Ομως δεν του πήραν μόνο τη ζωή. Αυτός δεν έπρεπε να είχε ούτε τάφο..λες να ήταν επικίνδυνος ακόμα και νεκρός .
Όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις μάθαμε από το Δημήτρη Μπάρκα από το Ζερβάτι, που την ίδια περίοδο υπηρετούσε μαζί με τον Παύλο Κέντρο. Ηταν στενοί φίλοι ως Δροπολίτες μακριά από τις οικογένειές τους. Τώρα που γράφω αυτές τις αράδες, έχω μπροστά μου κιτρινισμένη από το πέρασμα του χρόνου μια απόφαση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Κορυτσάς, που φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Αμύνης, Μεχμέτ Σιέχου που αν και την έχω διαβάσει αρκετές φορές με κάνει ακόμα να ανατριχιάζω:
Παύλος Κέντρος, γεννηθείς στη Γορίτσα το έτος 1926, τέκνο του Κώστα και της Βασιλικής «καταδικάζεται για την οργάνωση μιας τρομοκρατικής ομάδας εναντίον του Λαϊκού Κόμματος εις θάνατον... εκτέλεση δια τουφεκισμόν... αφαίρεση του βαθμού του Λοχία... μόνιμη αφαίρεση των δικαιωμάτων του ως πολίτης». Οταν ξεφύλλιζα τους καταλόγους του Υπουργείου Εσωτερικών ενώ στην ουσία με ενδιέφερε η απόφαση της εκτέλεσης, αυτό που με συγκίνησε ήταν η φράση «Μόνιμη αφαίρεση των δικαιωμάτων του ως πολίτης.»... αυτός δεν έπρεπε να είχε τάφο,η ύπαρξή του έπρεπε να χαθεί από τη μνήμη των ανθρώπων.
Τι τρομερό είχε κάνει ο Παύλος που έπρεπε να εκτελεστεί πάνω στο άνθος της ηλικίας του;
Λες να ήταν τόσο επικίνδυνος για το κομμουνιστικό καθεστώς;
Ο Δημήτρης Μπάρκας, αυτόπτης μάρτυρας αυτής της τραγωδίας θυμάται :
... «Τον Παύλο θα τον θυμάμαι πάντα σαν ένα παιδί τσαχπίνικο, γελαστό και αγαπητό. Διανύαμε το δεύτερο έτος της θητείας μας και αυτός είχε γίνει ήδη υποδιοικητής μιας και ήταν έξυπνος, ετοιμόλογος. Τότε μας σήκωναν συχνά τις νύχτες για να σβήσουμε τα συνθήματα που γραφόταν εναντίον του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα γιατί δεν έπρεπε να έβλεπαν το φως του ήλιου. Ηταν το έτος ΄49 και η τρομοκρατία του κομμουνισμού δεν είχε προηγούμενο. Ο Παύλος μας είπε μια μέρα πως δεν είναι δουλειά μας να σβήσουμε τα συνθήματα γιατί στο τέλος τέλος εμείς είμαστε Ελληνες.
Μερικές μέρες αργότερα μαζί με έναν φίλο του από τη Σκόδρα ο Παύλος αποφάσισαν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα.Τα σύνορα ήταν κοντά αλλά αυτοί δεν τα κατάφεραν. Δυο φίλοι του, ο ένας απο τη Γορίτσα που αργότερα έγινε Πρόεδρος του Συμβουλίου και ο άλλος από τη Γράψη που αργότερα εργάστηκε ως οδηγός, τον «κατέδωσαν». Αν και γνωρίζω τα ονόματά τους δεν επιθυμώ να τα δημοσιοποιήσω γιατί εμείς τους έχουμε συγχωρήσει γι αυτό που έχουνε κάνει, εκείνος όμως που δεν τους έχει συγχωρήσει είναι η ψυχή του Παύλου που ακόμα δεν έχει αναπαυθεί. Και δεν έχει αναπαυθεί γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να αποδυκνύει την ύπαρξή του, ακόμη και τις φωτογραφίες του τις σχίσαμε. Αυτή η φωτογραφία, η μόνη που έχει μείνει, γλίτωσε γιατί ο Παύλος ήταν ακόμη παιδί και δεν αναγνωριζόταν».
Η είδηση του θανάτου του Παύλου μας ήρθε αφού είχε πραγματοποιηθεί η εκτέλεση -θυμάται η αδερφή του, Κλεάνθη Γκίνη (Κέντρου).
«Στο σπίτι μας ήρθε η Χρυσάνθη Πάσκου, μια 10-χρονη κοπελίτσα και απευθύνθηκε στη μητέρα μου λέγοντας "τον Παύλο σου τον σκότωσαν γιατί ήταν εχθρός".
Οι γονείς της Χρυσάνθης την έστειλαν για να ανακοινώσει το θλιβερό νέο ενώ αυτοί κοιτούσαν από το φράχτη πως θα αντιδρούσε η Βασίλω. Η Βασίλω μη πιστεύοντας σε αυτά που άκουγε, της έλεγε πως έχει ακούσει λάθος γιατί η καρδιά της μάνας δεν μπορούσε να αντέξει ένα τόσο μεγάλο κακό. Ήρθαν στη φράχτη και της είπαν πως όλα ήταν αλήθεια και συνέχισαν:
«Μην τολμήσετε να τον κλάψετε γιατί αυτός ήταν εχθρός του λαού...εάν τον κλάψετε θα σας στείλουμε οικογενειακώς εξορία.» Η Βασιλική λιποθύμησε και όταν συνήλθε πήγε στην αποθήκη να τον κλάψει σιωπηλά για να μην την ακούσει κανείς.
Πήγαμε ακόμη μια φορά στην Κορυτσά γιατί μας είπαν πως τον Παύλο τον έχουν εκτελέσει κοντά στο στάδιο της πόλης, αλλά εκεί είχε χτιστεί μια ολόκληρη γειτονιά και δεν μπορούσαμε να σκάψουμε στα θεμέλια των πολυκατοικιών.
ο ανηψιός του Ηλ. Γκίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου