- του δάσκαλου Γιώργου Χαρίση -
Καθώς περνούσα στον κεντρικό δρόμο, σ’ ένα χωριό του Βούρκου, βλέπω στην εξώπορτα ένα ζευγάρι, χωρίς άλλο περασμένης ηλικίας. Μου φωνάζουν και οι δυο μ’ ένα στόμα: «καλώς το δάσκαλο», προτού ακόμα τους πω την καλημέρα, «έλα μέσα, κόπιασε να μας δεις και να σε δούμε». Χάρηκα πολύ, αλλά και συγκινήθηκα, γιατί είδα αυτούς τους ανθρώπους να το λένε με ψυχή και με καρδιά. Πήγα μέσα, καθίσαμε και τα είπαμε.
Αυτό το γεγονός με ώθησε να γράψω αυτό το χρονικό, γι’ αυτούς τους ανθρώπους που μέσα τους βασιλεύει η αγάπη για τον άνθρωπο.
Θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, που μου έλεγε: «παιδί μου, όταν περνάει κάποιος στο δρόμο, γνωστός ή άγνωστος, θα του κάνει καλό να του πεις, κόπιασε από το σπίτι να πιεις ένα ποτήρι νερό και να ξεκουραστείς». Θυμήθηκα μια γειτόνισσά μου, την παπαδιά, γυναίκα του παπα - Ανδρέα. Παίζαμε στην αυλή του σπιτιού της και μας έδινε ψωμί και τυρί όλων των παιδιών χωρίς εξαίρεση.
Θυμήθηκα τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο, που οι χωριάτες του Βούρκου έβγαιναν στους δρόμους, που περνούσαν οι Έλληνες στρατιώτες, τους καλωσόριζαν με πολύ αγάπη, τους έδιναν ότι και αν είχαν και τους προσκαλούσαν στα σπίτια τους. Μάλιστα ήταν τιμή μεγάλη να έρθει στο σπίτι ο Έλληνας αδελφός τους, Έλληνας Στρατιώτης.
Τότε, ο γερο - Ζήσος, ή Ζήσος Ράφτης, Σταύρος Παπάς κ.ά, βάσταξαν τους Έλληνες στρατιώτες μαζί με τα μουλάρια τους στο πέρασμά τους.
Είναι μια γενική διαπίστωση πως ο λαός του Βούρκου είναι εξαιρετικά, είναι πολύ, μπορούμε να πούμε, φιλόξενος. Κι’ αυτό ισχύει σ’ όλες τις περιόδους. Τόσο φιλόξενος ήταν και όταν αντί για σπίτια είχε καλύβες, τόσο και όταν έχει ανεβεί το βιοτικό του επίπεδο. Την φιλοξενία αυτός ο λαός την έχει κληρονομήσει από γενιά σε γενιά.
Και τότε που είχε αχυροκαλύβες, κάθε νοικοκυρά κρατούσε κάτι ξεχωριστό για το φίλο. Κρατούσε μια ψάθα, ένα στρώμα και ένα προσκέφαλο. Μόλις έβλεπε που έρχονταν ο φίλος, έστρωνε την ψάθα στην κορυφή, πάνω της έριχνε το στρώμα, το προσκέφαλο και έβγαινε πρόσχαρη στην πόρτα έξω να καλωσορίσει τον όποιο φίλο λέγοντας: «κοπιάστε, ελάτε μέσα στο σπίτι μας ή στο φτωχικό μας». Αυτό συνέβαινε σε κάθε χωριό του Βούρκου.
Ένας διαβάτης ήρθε μια μέρα στο Αλύκο και πήγε στο σπίτι του Μήτση Κίτο Παπά. Αφού χαιρετήθηκαν, κάθισαν και είπαν τα χάλια τους. Αυτός ήθελε καλαμπόκι. Δεν είχε αλεύρι για την οικογένειά του.
Ο Μήτσιος του είπε: «τούτο έχω , να το μοιράσομε, μισό εσύ και μισό εγώ. Όμως έχομε ένα πρόβλημα. Το κράτος δεν επιτρέπει την κυκλοφορία καλαμπουκιού. Γι’ αυτό θα έρθεις στο μύλο της Ναβαρίτσας, να το κάνω αλεύρι εγώ και να το μοιραστούμε». Έτσι και έγινε. Είναι ένα από τα παραδείγματα που τα λέει όλα περί της ξακουστής φιλοξενίας του Βούρκου.
Πολλοί ξένοι έχουν καθίσει στα χωριά του Βούρκου, ειδικά δάσκαλοι. Όταν σφάζανε γουρούνια στην περίοδο των Χριστουγέννων, σε όλους τα πήγαινε το μοιράδι τους.
Και στο χωριό Χάλιο η φιλοξενία ήταν εξαιρετική. Οι Παπάδες, έτσι λέγονταν μια οικογένεια σ’ αυτό το χωριό, είχαν πάντα φίλους και έλεγαν: «ποτέ, χωρίς φίλους, χωρίς φίλους , χωρίς τύχη, χωρίς κοινωνία». Και γι’ αυτή την οικογένεια έχει στηθεί και τραγούδι: «Χίλιοι φίλοι να είναι καλά, καημένε Μήτρο Παπά και τα πρόβατα πάλι σωστά».
Ο μακαρίτης ο Λιώλης Νάσιος Κώτσης από το Αλύκο έβαζε μποστάνι στο χωράφι του, το οποίο ήταν στο δρόμο που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Και του λέγαν: «Καλά ωρέ , θα στο φάει ο κόσμος…» Κι’ αυτός τους απαντούσε : «Έχω βάλει πολύ, να φάει ο κόσμος, να εύχεται, να φάμε κι’ εμείς και να πουλήσω». Κι’ αλήθεια του πήγαινε μπρούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου