Μετά την κατάληψη της Κλεισούρας το καλοκαίρι του 1914, παρά το γεγονός ότι εκεί τέθηκαν τα βόρεια σύνορα της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, για τους αγωνιστές άνοιγε ο δρόμος για το Βεράτι.
Αφορμή προς τούτο έδιναν οι συνεχείς προκλήσεις των έναντι αλβανικών δυνάμεων, καθώς και οι εκκλήσεις των εκείθεν των συνόρων αδελφών Χριστιανών, ιδίως του χριστιανικού χωριού Βερτόπι, του Βερατίου και της Μουζακιάς.
Έτσι στις αρχές Σεπτεμβρίου τμήματα Αυτονομιακών υπό τους Στράτο, Λεοντοκιανάκο, Υπολοχαγό Καρδάμη και Μπιτσιώρη, ύστερα από σκληρή μάχη καταλαμβάνουν την Μπελιούσα Κιάφα, αλλά δεχόμενοι αντεπίθεση από υπέρτερες δυνάμεις, υποχωρούν με νεκρούς τους Μπιτσιώρη, Παπακώστα από Μελισσουργούς Άρτας, Παπακώστα από Κωστακιούς και άλλους έξι Ιερολοχίτες.
Ενθαρρυνόμενοι όμως και πάλι από τους εκείθε Χριστιανούς και ενισχυόμενοι και από άλλους Αυτονομιακούς, ιδίως της Κολώνιας, δεχόμενοι επίσης και νέες προκλήσεις από τους Αλβανούς, εξορμούν τα σώματα Στράτου προς Μπερσάκα, Αντώνιου Λεοντοκιανάκου προς την κοιλάδα Τομορίτσα και Περικλή Δρέλλια προς Όπαρη. Οι δύο τελευταίοι, ύστερα από σκληρές μάχες, φθάνουν στο χριστιανικό χωριό Βερτόπι, γενόμενοι ενθουσιωδώς δεκτοί.
Στο ημερολόγιο του ο Υπολοχαγός Περικλής Δρέλλιας σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Βρισκόμασταν τέσσερις ώρες μακριά από το Βεράτι, όταν στείλαμε ως ανιχνευτή τον επιλοχία Γαλάνη με έξι ιππείς, οι οποίοι καλπάζοντας κατευθύνθηκαν προς την πόλη. Όταν το αντηλήφθηκε ο Λεοντοκιανάκος έστειλε τον Δρέλλια για να τον εμποδίσει και τον οποίο κατέφτασε στα πρόθυρα του Βερατίου. Ο Γαλάνης επέμεινε να εισέλθη και ως εκ τούτου ο Δρέλλιας αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, φοβούμενος μην προβεί το σώμα σε παρεκτροπές ή προσβληθεί από τους Μουσουλμάνους της πόλης. Και έτσι μπήκαν στο Βεράτι. Αδύνατον να περιγραφεί τι γινόταν εκείνη τη στιγμή από τους Χριστιανούς οι οποίοι φιλούσαν τα πόδια των ιππέων και έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη».
Η Χωροφυλακή των Αλβανών κατόρθωσε να διαφύγει, εκτός από τη φρουρά του Διοικητηρίου, που αποτελούνταν από 50 άνδρες, οι οποίοι παραδώθηκαν άνευ όρων. Κατόπιν αυτών των διατυπώσεων υψώθηκε στο Διοικητήριο η Σημαία της Αυτονόμου, την οποία ο λαός χαιρέτησε με φρενίτιδα ενθουσιασμού και ζητωκραυγές».
Ακολουθεί ενημέρωση του Στρατιωτικού και Πολιτικού Αρχηγού Κολωνίας – Πρεμετής Θεόδωρου Μαντούβαλου, με επιστολή εκ μέρους του Υπολοχαγού Λεοντοκιανάκου:
«Το Βεράτιον κατελήφθη υπό ημετέρων Κολωνίας από χθες εσπέρας. Παρακαλούμεν σπεύσατε αμέσως να μας ενισχύσετε με όσας δυνάμεις έχετε».
Η Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου όμως πληροφορηθείσα τα γεγονότα και δεσμευμένη από προηγηθείσες σχετικές συμφωνίες, αποστέλλει το επείγον τηλεγράφημα προς τον Μαντούβαλο:
«Εγκαταλείψατε Βεράτιον, ύψιστα εθνικά συμφέροντα καταστρέφονται.
Γ. Ζωγράφος – Δ. Δούλης»
Εν τω μεταξύ στο Βεράτι Λάος και Κλήρος (πλην του Μητροπολίτη Ιωακείμ που έλειπε στην Κωνσταντινούπολη), πανηγύριζαν και εισήλθαν στο Ναό όπου εψάλη κατανυκτική Δοξολογία.
Ο Αντώνιος Λεοντοκιανάκος πληροφορηθείς τα γεγονότα εισέρχεται στην πόλη με 170 περίπου άνδρες, γενόμενος επίσης δεκτός με αναστάσιμα τροπάρια και με τους δρόμους στρωμένους με τάπητες και υφάσματα αξίας, για να καταλήξει στο Διοικητήριο. Εκεί δέχτηκε τον Κλήρο, τον Μουφτή, τον Δήμαρχο και τις άλλες Αρχές, ενώ εντυπωσιάστηκε για την απόλυτη τάξη, με τη διατήρηση στη θέση τους και των Αλβανών υπαλλήλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου