Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟN KAΛΟ ΜΑΣ ΜΗΤΣΙΟ

- του Χρήστου Σπ. Ντρίτσου - 


O Mήτσιος Μάνος από τη Δερβιτσιάνη της Δρόπολης τιμήθηκε, μέχρι την τελευταία του στιγμή, γιατί έχει δώσει στην κοινωνία. Άνθρωπος της  δουλειάς, ευγενικός, γλυκομίλητος, εξυπηρετικός  μέχρι  τέλους. Τέτοιος ήταν για  όλους  εκείνους που ευτύχησαν να  τον γνωρίσουν: Μεγάλος στην ψυχή,στις πράξεις και στα  αισθήματα.Με το φέρεστε και την προσφορά του στα μάτια και στη  μνήμη τον συνόδεψαν αυτές τις μέρες οι πολλοί συγχωριανοί του,οι γνωστοί και φίλοι μέχρι την τελευταία του κατοικία. Και αυτό έδειχνε τον σεβασμό και την  μεγάλη ευγνωμοσύνη, τα εύγε και τα πολλά ευχαριστώ του κόσμου.

Παιδί που μεγάλωσε στη φτώχεια, πόνεσε και  έκλαψε όλη του τη ζωή να δει τον πατέρα του, μα δεν μπόρεσε, που είχε φύγει στην ξενιτιά στα δύσκολα προπολεμικά χρόνια και τον άφησε μικρό με την εργατική   γιαγιά του, Αλεξάνδρα, την καρδοκαμένη μητέρα του, τη Μάρθα,  και  τον μικρότερο, καλό και χρυσοχέρι αδερφό του, τον Κώστα. Μπόρεσε να τελειώσει άριστα το δημοτικό στο χωριό και μετά ένα επαγγελματικό δίχρονο για ηλεκτρολόγος. Και ύστερα ακολούθησαν τα ακόμα πιο δύσκολα χρόνια για να κρατήσει την οικογένειά του.
Και που δεν δούλεψε! Στοιχειοθέτης, μέσα στα δηλητήρια και στη κουραστική δουλειά του τότε παλιού τυπογραφείου του Αργυροκάστρου, συντηρητής στον μετεωρολογικό σταθμό, ηλεκτρολόγος στην πόλη, στην επαρχία και στο χωριό. Ήταν ο πρώτος και μοναδικός που  στα  χρόνια του ‘60 με την ηλεκτροδότηση  και μετά, να  γυρνά από σπίτι σε σπίτι με την τσάντα στην πλάτη κάνοντας μαστορικά  τις εγκαταστάσεις στο Μεγαλοχώρι και στα γύρω περίχωρα, εγκαταστάσεις που ακόμα και σήμερα φέρνουν την σφραγίδα και  τον ιδρώτα της δουλειάς του.

Πολλές φορές και μέλος της δημογεροντίας του χωριού και βοηθός δικαστής. Χτυπήθηκε από κοντά με τις δυσκολίες και τα προβλήματα της φτωχολογιάς. Και γνώρισε πολλούς. Και έτρεχε  πάνω κάτω να λύσει τις υποθέσεις και τα πολλά χάλια του κοσμάκη εκείνων των δύσκολων χρόνων. Φτωχός, μα  πλούσιος από καρδιά. Με πολλούς γνωστούς και στενούς φίλους.
Έπαιρνε μέρος σε κάθε συζήτηση και μιλούσε ξεκάθαρα, με νόμους και παραδείγματα. Γιατί μελετούσε και διάβαζε καθημερινά. Ήταν και μέλος της  Εκκλησιαστικής Επιτροπής ως και  ψάλτης ακόμα μ’όλα τα πολλά χρόνια που κουβαλούσε κοντά του.

Αγαπούσε τρελά τα τρία του παιδιά,την Άννα,τον Θύμιο και την Κοζέτα, αγαπούσε και σέβονταν τη σύζυγό του, την Έλλη. Kαι όταν του ΄λεγες κάτι γι’αυτό, σου απαντούσε πως η μεγαλύτερη αγάπη προς τα παιδιά είναι να θέλεις τη μητέρα  τους. Και αν τον ρωτούσες για τους πολλούς φίλους του, σου έλεγε πως η ζωή μεταξύ των καλών συντρόφων και φίλων δεν είναι ζωή, αλλά παράδεισος. Και έδινε σ’αυτούς και την ψυχή του ακόμα.
Και το’χε κάπως σαν έπαινος που τον ζήλο της νιότης τον συνέχισε μέχρι τα γηρατειά του. Δεν άφηνε τον  χρόνο να περνούσε χωρίς τίποτα. Γιατί την ευημερία και την πρόοδο την έβλεπε στα χέρια του, στη δουλειά του. Και βλέπεις τώρα το όμορφο σπιτάκι του σαν ένα καλό περιβόλι, φτιαγμένο από τα τίμια και χρυσά χέρια του.

Και πάνω από όλα ήταν φλογερός πατριώτης. Εκτός των άλλων, είχε αδυναμία στην νεοελληνική ποίηση, ιδίως στα πατριωτικά και κοινωνικά, τα οποία αποστήθιζε και απήγγειλε με φλόγα και πάθος. Χωνόταν και ζούσε μέσα στη ζωή και τον κόσμο των  ποιητών, λέγοντας πως η ποίηση είναι η μουσική της ψυχής. Αυτό δείχνουν και τα εκατοντάδες ποιήματα που έχει συλλέξει από βιβλίο σε βιβλίο και από στόμα σε στόμα, μέχρι τα 82 του χρόνια, για να εκδόσει μια συλλογή ποιημάτων νεοελληνικής ποίησης, την οποία θα έχουμε πολύ σύντομα στα χέρια μας με τ’όνομά του, αλλά, δυστυχώς, δεν μπόρεσε, γιατί η ξαφνική και γρήγορη ασθένεια τού έκοψε το νήμα της ζωής και πίκρανε τους δικούς του, τους συγγενείς και φίλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου