Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Το άστρο το λαμπρό (χριστουγεννιάτικο διήγημα)


 Πόσο όμορφο το έκαναν το σπιτάκι τους ! Πόσο ζεστό κι ανοιχτόκαρδο τους φαινόταν, ύστερα από κείνη την τρώγλη που τους φιλοξένησε δέκα ολόκληρα χρόνια !  Όχι που κι αυτό ήταν δικό τους. Όχι. Νοικιασμένο το είχαν, μα ήταν τόση η χαρά τους, που αμέσως τ’ αγάπησαν σαν δικό τους. Έπειτα ήταν και η καινούργια επίπλωση, οι καινούργιες ηλεκτρικές συσκευές, η κεντρική θέρμανση που ζέστανε επιτέλους το κοκαλάκι τους. Και κείνο το κάδρο στο σαλόνι που βρήκε επιτέλους τη θέση που του ταίριαζε. 
Οι Άγιοι Σαράντα, ο τόπος που τους γέννησε, ομόρφαινε τον τοίχο πάνω από τον τριθέσιο καναπέ. Και το χριστουγεννιάτικο δέντρο τι όμορφα έδενε μέσα σ’ αυτό το πεντακάθαρο και φωτεινό σαλόνι !

      Η πόρτα που άνοιξε, έκανε τη Μαρία να γυρίσει με χαρά, μα κάτι έσφιξε την καρδιά της, σαν είδε τον Πέτρο να μπαίνει μέσα με σκοτεινιασμένο πρόσωπο.
      - Τι έγινε, Πέτρο, γιατί είσαι έτσι; ρώτησε γεμάτη αγωνία τον άντρα της.
      - Ο Θεός με φύλαξε και συγκρατήθηκα, απάντησε εκείνος, αλλιώς δεν ξέρω που θα βρισκόμουνα τώρα...
      - Μάλωσες με κανέναν; ρώτησε χωρίς να το πιστεύει η Μαρία. Ήξερε πολύ καλά πως ο Πέτρος δεν ανακατευόταν πουθενά.
      - Λίγο έλειψε, μα... δόξα τω Θεώ συγκρατήθηκα. Πήγα στη συγκέντρωση που μας κάλεσε ο διαχειριστής, συνέχισε ο Πέτρος, και μόλις με είδε να πλησιάζω ο κυρ Αλέκος - δεν ξέρω γιατί το έκανε - ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Να κλείνετε πολύ καλά τις πόρτες σας και να μην ξεχνάτε τα κλειδιά απ’ έξω, γιατί τώρα πια στην πολυκατοικία μας μένουν και Αλβανοί».
      Όλοι πάγωσαν, όταν με είδαν, και προσπάθησαν να μπαλώσουν το πράγμα. Μόνο ο κυρ Αλέκος παρέμεινε ψύχραιμος, για να μην πω ψυχρός. Έτσι μου ’ρθε να τον αρπάξω από το γιακά και να τον πατήσω κάτω. Μα σκέφθηκα πως δεν έχω ακόμα μήνα που βαφτίστηκα και πως, όπου να ’ναι , θα ζήσω τα πρώτα μου Χριστούγεννα. Έτσι έφυγα δίχως να του πω κουβέντα. Μα ο λόγος του, Μαρία μου, με πόνεσε πολύ.
      -Είναι του διαβόλου δουλειά, Πέτρο, γιατί θέλει να κλέψει τη χαρά μας. Θέλει να σπείρει έχθρα μεσ στη καρδιά μας. Ξέχνα το και γίνε πάλι χαρούμενος. Σε λίγο θα έρθουν τα παιδιά από το σχολείο. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει τίποτα και πληγωθούν.
      - Μικρό παιδί περπατούσα ξυπόλυτο στα δρομάκια των Αγίων Σαράντα κι ονειρευόμουν την Ελλάδα. Κι όλοι οι Αλβανοί έλεγαν : «Να, ο Πέτρος ο Γκρεκ». Ο Πέτρος ο Γκρέκος ήρθε στην Ελλάδα κι οι Έλληνες τον αποκαλούν Αλβανό ... Μα έχεις δίκιο. Τίποτε δεν πρέπει να κλέψει τη χαρά μας. Ποιος ξέρει πως βρέθηκε και κείνος και το ’πε. Ας τον συγχωρέσει ο Θεός !
      
Δεν ξανασυνάντησε ο Πέτρος τον κυρ Αλέκο από εκείνη τη μέρα. Οι άλλοι ένοικοι όμως, που τους συναντούσε, του μιλούσαν πολύ εγκάρδια, λες κι ήθελαν να ξεπλύνουν την τυχόν συνενοχή τους στην αδικία του κυρ Αλέκου. Ο κυρ Βασίλης μάλιστα, που εργαζόταν στην Τράπεζα, του είπε πως θαύμασε πολύ την αυτοκυριαρχία του και πως, αν ήταν άλλος, θα τον ξάπλωνε κάτω τον κυρ Αλέκο.
Τίποτα δεν τάραζε τη χαρά και την ειρήνη του, και περίμενε ο Πέτρος τα Χριστούγεννα πιο πολύ κι από τα παιδιά του. Την παραμονή έδωσε εντολή όλοι να κοιμηθούν νωρίς. Ήθελε να πάνε στην εκκλησία από την αρχή, από τη νύχτα, έτσι όπως του τα διηγότανε η γιαγιά του σαν τον έπαιρνε στην αγκαλιά της τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ξύπνησαν πριν ακουστούν  οι καμπάνες και το κτύπημά τους τούς βρήκε όλους έτοιμους.
      
Ντυμένοι στα βαφτιστικά τους ρούχα βγήκαν από τη ζεστασιά της οικοδομής τους στο δρόμο. Ένας όγκος πεσμένος μπροστά  στην είσοδο, πασπαλισμένος από το πρωινό χιόνι, τους έκοψε την ανάσα.
      - Είναι άνθρωπος! φώναξε τρομαγμένη η Μαρία κι αγκάλιασε αυθόρμητα τα τρία παιδιά της.
      Έσκυψε ο Πέτρος και γύρισε με δύναμη τον ξαπλωμένο άνθρωπο.
      - Ο κυρ Αλέκος!  μουρμούρισε ταραγμένος, κι έπιασε μ’ αγωνία το σφυγμό του.
      - Ζει , φώναξε, ζει! Πρέπει να τον πάω στο νοσοκομείο. Βοήθησέ με, Μαρία, να τον βάλουμε στο αυτοκίνητο, κι ύστερα πήγαινε με τα παιδιά στην εκκλησία. Θα τον πάω, και θα έρθω να σας βρω.
      
Έφυγε ο Πέτρος με τον κυρ Αλέκο για το νοσοκομείο, και τράβηξε μόνη με τα παιδιά της για την εκκλησία η Μαρία. Η χριστουγεννιάτικη  θαλπωρή δεν άργησε να τυλίξει την καρδιά της. Η ειρήνη θρονιάστηκε μέσα της. Όλα θα πήγαιναν καλά· κι ο Πέτρος, ήταν σίγουρη, θα προλάβαινε την χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία που τόσο περίμενε.
      Τον είδε λίγο πριν τους αίνους να προχωρεί μπροστά και σκίρτησε η καρδιά της. Το πρόσωπό του έδειχνε πως όλα πήγαν καλά. Μπορεί να μην πρόλαβε ν’ ακούσει το «Χριστός γεννάται , δοξάσατε» όμως ήταν σίγουρη η Μαρία πως η καρδιά του το έψαλε πριν ακουστεί στην εκκλησία. Τότε που έσκυψε και σήκωσε τον αναίσθητο κυρ Αλέκο.
     
 Όταν τελείωσε η θεία Λειτουργία, ο Πέτρος έλαμπε σαν άγγελος, έτσι της φάνηκε της Μαρίας. Τους έβαλε όλους στο αυτοκίνητο και πέρασε από το σπίτι τους δίχως να σταματήσει.
      - Θα πάμε να τα πούμε στον κυρ Αλέκο, είπε χαμογελαστός. Άλλον από μας να τον επισκεφθεί δεν έχει. 
      Μπήκανε στο θάλαμο και πλησίασαν χαρούμενοι το κρεβάτι του. Εκείνος τους είδε και φωτίστηκε το πρόσωπό του. Ύστερα κρύφτηκε κάτω από το σεντόνι και ξέσπασε σε κλάματα. Έψαλε όλη την ώρα μαζί τους τα κάλαντα.
      - Δεν μ’ απέμεινε ούτε δεκάρα, παιδιά μου. Τα έφαγα όλα, ο ελεεινός, το βράδυ στα χαρτιά. Με μέθυσαν και μου τα πήραν όλα. Πέτρο, αν δεν μ’ έβρισκες εσύ ...
      - Θα σ’ έβρισκε κάποιος άλλος, κυρ Αλέκο. Τέτοια μέρα κανένας δεν θα σ’ άφηνε αβοήθητο, είπε ταπεινά ο Πέτρος.
     - Και δηλαδή με συγχώρεσες, παιδί μου; ρώτησε κατεβάζοντας τα μάτια.
      - Από την πρώτη στιγμή, κυρ Αλέκο. Πως αλλιώς θα μπορούσα να γιορτάσω σήμερα τα Χριστούγεννα ;

      Έμεινε ο κυρ Αλέκος να κοιτά με θαυμασμό τον Πέτρο, τον Έλληνα από τους Αγίους Σαράντα, που είχε δεν είχε σαράντα μέρες που βαπτίστηκε και που ζούσε με τέτοια χαρά τα πρώτα του Χριστούγεννα. Κι  ύστερα άρχισε ένα βουβό κλάμα για τα 65 χρόνια του, που πέρασαν δίχως να γιορτάσει η καρδιά του Χριστούγεννα. Κι έκλαψε, έκλαψε ο κυρ Αλέκος, ώσπου έλειωσαν οι πάγοι της καρδιάς του, και είδε ν’ αχνοφέγγει από μακριά ένα άστρο. 
Κι ήταν το άστρο αυτό τόσο φωτεινό όσο το πρόσωπο του Πέτρου του Γκρέκου, του Χριστιανού !

( Ελένη Βασιλείου) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου