του δάσκαλου και γνωστού δημοσιογράφου Χρήστου Σ. Ντρίτσου
Αυτές τις μέρες ήμουν ξανά στο χωριό μου. Δεν ξέρω, κάτι με σπρώχνει από μέσα μου να βρίσκομαι πάντα κοντά του. Ίσως γιατί τα καλύτερα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα εκεί. Και μ’ άφησαν αναμνήσεις που δε θα σβήσουν ποτέ…
Πηγαίνω συχνά στο χωριό μου, μολονότι βρίσκομαι κάπως μακριά του.
Εκείνη την ημέρα, βιαστικός και ανυπόμονος, όπως πάντα, πήγα πρώτα στο πατρικό μου.
Είδα στην αυλή τη γλάστρα, που πότιζε κάποτε η γριά μου μητέρα και βούρκωσαν τα μάτια μου, τους γέροντες γονείς μου στην φωτογραφία στον τοίχο με θλιμμένα πρόσωπα να με κοιτούσαν στα μάτια και σαν να μου ‘λεγαν «Mη φεύγεις!», το εικόνισμα στη γωνία του δωματίου όπου κάναμε την προσευχή μας κάθε βράδυ προτού πηγαίναμε να κοιμηθούμε.
Και θυμήθηκα το καθετί εκείνων των χρόνων: το σχολείο με τους στενούς μου φίλους και τους καλούς μου δασκάλους, τους χορούς και τα γλέντια στη μέση του χωριού τις γιορτινές μέρες κι όταν έβγαζαν τη νύφη, τα καρναβάλια με τα κλαρίνα και τα πολλά τους γέλια, τα παραδοσιακά τραγούδια και χορούς στα ξωκλήσια εκεί ψηλά στο βουνό, τους χειροδύναμους συγχωριανούς μου στα λατομεία στην άκρη του χωριού να παλεύουν με τους βράχους και τις πέτρες, τα μεστωμένα στάχυα στα χωράφια, άκουσα να αντιλαλούν οι φωνές στ’ αμπέλια, τα πουλιά να κρύβονται στα φύλλα των δέντρων, τα σπουργίτια να χτυπούν με το ράμφος τους τα τζάμια για να μπούνε μέσα τις κρύες μέρες του χειμώνα …
Θυμήθηκα επίσης και τα χειμωνιάτικα αξημέρωτα βράδια γύρω απ’ το ζεστό τζάκι με τους γέροντες γονείς μου να αναφέρουμε γεγονότα και ιστορίες, να απαγγέλλουμε ποιήματα και να ξεφυλλίζουμε ανθολογίες.
Όλα πρόβαλαν σαν μια φωτογραφική ταινία μπροστά στα μάτια μου…Και πέρασαν απ’ το νου μου όλα εκείνα τα χρόνια με τις πολλές πίκρες μα και τις γλυκές κι αλησμόνητες αναμνήσεις… Εκείνη την ημέρα, όπως είπα, καθώς τα σκεφτόμουν όλα και νοσταλγούσα, κάτι μου ‘ρθε στο νου μου κι έβαλα το μαγνητόφωνο. Και τραγούδησα κι εγώ μαζί μ’ εκείνο της ξενιτιάς τα πάθη. Μεγάλη συγκινητική στιγμή!...
Και σηκώθηκα έξαφνα και σκεφτικός - σκεφτικός τράβηξα για εκεί, για την άκρη του χωριού, να ανάψω ένα κεράκι στους καλούς μου που έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν. Κι έπεσαν δάκρυα πάνω στο μάρμαρο… Και ξαναγύρισα πάλι στο πατρικό μου σπιτάκι κάπως ξαλαφρωμένος απ τον πόνο… Δεν ξέρω, όσο θαρραλέος κι αν φαίνομαι, τόσο μελαγχολικός και ευαίσθητος είμαι…
Και βγήκα μετά κάπου εκεί στο κέντρο του χωριού. Κι αντάμωσα, άκουσα κι ένιωσα τα γεροντάκια, που ο πόνος της ξενιτιάς τρυπάει τα σπλάχνα τους, να καταπίνουν τον καημό του χωρισμού και σαν να λένε στα παιδιά τους, που τα περιμένουν με αγωνία, να αφήσουν την ξενιτιά με τα γλυκά της δηλητήρια και να βρουν το δρόμο του γυρισμού, άκουσα την εκκλησία να προσκαλεί τους πιστούς της, τη φωνή του χωριού να ζητάει τα παιδιά του.
Μου φαινόταν πως όλοι και όλα φώναζαν από παντού: «Να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα τα νιάτα απ΄ τα ξένα!». Από εκεί που ο ξενιτεμένος είναι... σε ξένους ξένος.
Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Γιατί οι εργατικοί και ζηλευτοί Βορειοηπειρώτες, που το έχουν δείξει και σε πιο δύσκολα χρόνια, όταν η ξενιτιά ήταν ο μοναδικός γλιτωμός, όπως ξέρουν να δουλεύουν και να αποχτούν, ξέρουν και να ξαναγυρνάν σαν τα αποδημητικά πουλιά στα αγαπημένα τους μέρη, στα πάτριά τους εδάφη, για να μη τα χάσουν ποτέ, που η ψυχή τους ξέρει πως τα άφησαν κι έφυγαν, έχοντας υπόψη και εκτελώντας συνάμα κι ένα ιερό πατριωτικό καθήκον της ευθύνης προς τις γενιές που έρχονται.
Και τότε ο τίμιος ιδρώτας θα τρέχει για τα άγια αυτά μέρη, για την πατροπαράδοτη αυτή γη, για την ευημερία αυτού του πολυβασανισμένου μα άκαμπτου κόσμου, που εμπνέεται απ’ τη λαμπρή ιστορία του γένους κι το βαθύ πατριωτικό αίσθημα.
Και τότε θα ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες, θα χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, θα ξεφαντώνουν οι χοροί και τα γλέντια, θα ζωντανεύουν απ’ τις φωνές και τα τραγούδια οι γειτονιές και θα μεστώνουν πιο πολύ οι καρποί στους κάμπους και στ’ αμπέλια. Κι ο ειλικρινής, εργατικός και περήφανος Βορειοηπειρώτης θα αισθάνεται πιο πολύ νοικοκύρης κι αφέντης στον τόπο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου