Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

3 Σεπτεμβρίου 1843: Η επανάσταση για το Σύνταγμα και η συμμετοχή των Βορειοηπειρωτών

Από τα Απομνημονεύματα του Γιάννη Μακρυγιάννη:

Μίαν ἡμέρα τὸν Ἄγουστον μήνα τὰ 1843 ἀνταμώνω τὸν Καλλέργη (αρχηγό του Ιππικού) εἰς τὸ παζάρι, τοῦ λέγω· 
«Καϊμένε Καλλέργη, σὲ τόσους ἀγῶνες τῆς πατρίδας κιντυνέψαμεν καὶ ἤμαστε ὡς ἀδελφοί· τώρα οὔτε μὲ γνωρίζεις, οὔτε σὲ γνωρίζω. Ἐπιθυμοῦσα ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν μίαν ἡμέρα»
– Μοῦ λέγει, «τὸ δείλι ἔρχομαι εἰς τὸ σπίτι σου κι᾿ ἀνταμωνόμαστε»

Σηκώθη καὶ ἦρθε. Μπήκαμεν εἰς ὁμιλία διὰ τὰ δεινά της πατρίδας. Τότε ἀγροικηθήκαμεν σὲ ὅλα· μείναμεν σύνφωνοι καὶ τὸν ὅρκισα. Ὅμως δὲν τὸ ῾δειξα τὸν ὅρκο μὲ τῆς ὑπογραφές, ὅτι ἔχει σκέσες ξένες. 
Μείναμεν σύνφωνοι νὰ μιλήση καὶ τοὺ Σπυρομήλιου ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν. Ἦρθε τὴν ἄλλη ἡμέρα, μιλήσαμεν καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν καλὸν πατριώτη· ἦταν δοικητὴς εἰς τὸ Σκολεῖον τῶν Εὐελπίδων. Μείναμεν σύνφωνοι ν᾿ ἀνταμωθοῦμεν καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ Σκολείον. Μίλησα μὲ τὸν Καλλέργη, πήγαμεν εἰς τὸ Σκολεῖον καὶ ξηηθήκαμεν οἱ τρεῖς. Τοὺς πῆρα καὶ πήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα μείναμεν σύνφωνοι ν᾿ ἀνταμωθοῦμε εἰς τοῦ Μεταξᾶ καὶ μ᾿ ὅλους τους ἄλλους...
....

Το βράδυ της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου 1843 η Βασιλική Χωροφυλακή περικυκλώνει το σπίτι του Μακρυγιάννη, ο οπλαρχηγός πιστεύοντας ότι όλα έχουν τελειώσει γράφει:
...Κατέβηκα μὲ τὴν σημαία κάτου εἰς τὸ σπίτι καὶ εἶδα τί ἄνθρωποι μείναν· καὶ μέτρησα ὅλους ἑφτὰ καὶ τέσσερα παιδιά. 

Τότε τοὺς λέγω· «Ἀδελφοί, ἔκαμα αὐτὸ τὸ κίνημα ὅτι ἀδικέσασταν ἐσεῖς οἱ ἀγωνισταὶ κι᾿ ὅλο τὸ ἔθνος ἀπὸ τῆς Κυβέρνησές μας καὶ εἶπα ἴσως καὶ μ᾿ αὐτὸ σώνονταν τὰ δεινά μας ὁλουνῶν τῶν Ἑλλήνων. Δὲν ἦταν τυχερόν. Ἔχομεν ἀκόμα ἁμαρτίες νὰ μᾶς παιδέψουν. Ἐμεῖς, ὂσ᾿ εἴμαστε ἐδῶ, εἴμαστε τώρα ἀδύνατοι καὶ οἱ ἄλλοι ὁποῦ μας ἔχουν κλεισμένους πολλοί· νὰ μὴν χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς ἀδίκως ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀνοίξω τὴν πόρτα νὰ φύγετε. Δὲν θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰς τὸ λαιμό μου νὰ χαθῆτε κ᾿ ἐσεῖς. Κ᾿ ἐγὼ μένω εἰς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάβανον ἔχω τὴν σημαία ὁποῦ ῾φκειασα· καὶ ῾σ αὐτείνη ἀπάνου θέλω νὰ πεθάνω ὑπὲρ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου». 

Τότε, μὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πατρίδας, μὲ δάκρυα καυτερὰ θυμῶμαι ἐκείνη τὴν βραδειὰ καὶ τὴν ἀπάντησιν αὐτεινῶν τῶν γενναίων ἀντρῶν καὶ τῶν ἀθώων παιδιών· 
«Δὲν ἤρθαμεν εἰς τὸν γάμο σου νὰ χαροῦμεν, ἤρθαμεν νὰ πεθάνωμεν ἐκεῖ ὁποῦ θὰ πεθάνης ἐσὺ μὲ τὴν σημαίαν τῆς πατρίδος μας καὶ θρησκείας μας. Ἐσὺ τὴν θέλεις σάβανο καὶ δὲν τὴν θέλομεν ἐμεῖς; Θέλομεν νὰ ζοῦμεν εἵλωτες τῶν Μπαυαρέζων κι᾿ ἀλλουνῶν ὅμοιών τους, ὁποῦ μας καταδικοῦνε; Δὲν μετρηθήκαμεν νὰ φύγωμεν ὅσοι μείναμεν, μετρηθήκαμεν νὰ πεθάνωμεν· καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι ὅ,τι ὁδηγίες θὰ μᾶς πῆς ν᾿ ἀκολουθήσωμεν». 

Τοὺς ἀγκάλιασα καὶ τοὺς φίλησα, τοὺς ἔδωσα κι᾿ ἀπὸ ῾να» κρασί. Δοξάσαμεν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βασιλεία του καὶ τοὺς ὁδήγησα εἰς τῆς πόρτες κι᾿ ἄλλες θέσες, ὅποτέ μας ριχτοῦνε νὰ πεθάνομεν.
Ἴσως μου τοὺς ἔστειλες ἐσύ, Λεωνίδα, ὅτι μείναν ὅταν σκοτώθης· ὅτι οἱ γενναῖοι αὐτοὶ καθαροὶ ἀπογόνοι σου – κ᾿ ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου ὑπὲρ τῆς πατρίδος σας σκοτωθήκετε καὶ τῆς θρησκείας σας – κ᾿ ἐμεῖς ῾σ αὐτὸ ἑτοιμαζόμαστε.
 Ἡ ἀγαθότη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης, τοὺς μωροὺς κάνει σοφούς, τοὺς σοφοὺς μωρούς, τοὺς ἀντρείους δειλούς, τοὺς δειλοὺς ἀντρείους, διὰ νὰ δοξάζεται ὁ πλάστης τοῦ παντός. 

Ἐκεῖ ὁποῦ τελειώσαμεν αὐτὰ κι᾿ ἑτοιμαζόμαστε νὰ πεθάνωμεν ἕντεκα, ὁ Θεὸς στέλνει καὶ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον πατριώτη τὸν Γιάννη Κώστα μ᾿ ἄλλους πέντε· κι᾿ ἀπὸ μέσα ἀπὸ αὐτοὺς – ὁ Θεὸς τοὺς στραβώνει καὶ δὲν τοὺς βλέπουν. Καὶ τοὺς ἀνοίγω καὶ μπαίνουν αὐτὰ τὰ ἕξι λιοντάρια. 
Σὲ ὀλίγον μὸ ῾ρχεται κι᾿ ὁ γενναῖος Κυργιάκος Ἀργυροκαστρίτης μ᾿ ἄλλους ὀχτὼ πατριῶτες του ἀπὸ τὸν Περαία· ὅτι τὸν εἶχα εἰς τὸν ὅρκον καὶ τοῦ παράγγειλα· καὶ τὸ ἴδιον στράβωσε τοὺς ἀπατεῶνες ὁ Θεὸς – μπῆκαν κ᾿ αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι ἄντρες ἄβλαβοι, οἱ ἀπόγονοί του Πύρρου. 


Σὲ κάνα δυὸ ὧρες ἔρχονται καὶ οἱ γενναῖοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὁ Γιαννάκη Σούλιος μὲ τὸν ἀδελφόν του Δημητράκη καὶ γαμπρὸ τοῦ Γκίτζα κι᾿ ὁ Μελέτης Παπαδάμη Κουντουργιώτης μὲ εἰκοσιπέντε ἀνθρώπους, καὶ μὲ μεγάλον κίντυνον τῆς ζωῆς τοὺς αὐτεῖνοι ὅλοι σώθηκαν μέσα, ὅτι τοὺς εἶδαν τὰ στρατέματα αὐτούς· τότε ἄρχισε τὸ ντουφέκι ἀπὸ τοὺς ἀναντίους, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ γενναῖοι κι᾿ ἀγαθοὶ πατριῶτες ὅλοι, οἱ εἰκοσιπέντε, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ οὔλους τους ἀναντίους ρίχτηκαν ὡς λιοντάργια· τοὺς ρίχτηκαν ἀπάνου τοὺς οἱ ἀναντίοι ὅλοι. Ρίξαν καὶ σκότωσαν μόνον ἕναν νωματάρχη. Αὐτὸς μόνον ἐσκοτώθη εἰς τὸ Σύνταμα· ὅτι ὅσα ῾νεργάγει ἡ Θεία Πρόνοια ἔτζι γένονται. Τότε μπῆκαν ὅλοι μέσα κι᾿ ἀνάψαμεν τὸ ντουφέκι καὶ οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω. Ὅμως ἐμεῖς δὲν θέλαμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας, ὅτι ἦτον ἀδελφοί μας κι᾿ ἐκεῖνοι. Τότε ντουφεκισμοὺς ἐμεῖς κι᾿ ἐκεῖνοι, κι᾿ ἀρχίσαμεν ἐμείς· «Ζήτω τὸ Σύνταμα κ᾿ ἡ Ἐθνικὴ Συνέλεψη!» Ἄρχισαν ἀπὸ τὸ κάστρο ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χα ὁδηγήση καὶ οἱ φωτιὲς ἀπὸ τὰ βουνά... 

...Τότε κινήθη καὶ τὸ ταχτικὸν καὶ ἱππικὸν μὲ τὸν Καλλέργη καὶ Σκαρβέλη, ἀκούγοντας τοὺς ντουφεκισμούς μας, καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι. Εὐτὺς κι᾿ ἐγὼ ἄφησα τὴν ἀναγκαία φρουρὰ καὶ πῆγα κι᾿ ἐγώ. Βγαίνοντας ἔξω μ᾿ ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ πολίτες. Ἦρθαν κι᾿ ἀπὸ τὰ χωριά, ὁποῦ τοὺς εἶχα παραγγείλη. Καὶ μᾶς πῆραν εἰς τὰ χέρια ὅλους ὁ λαός. Χάλευαν νὰ μποῦνε ἀπὸ τὰ παλεθύρια εἰς τὸ Παλάτι. 

Τότε τοὺς μίλησα νά ῾χουν τὴν μεγαλύτερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν· 
«Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς δώση ὁ Βασιλέας μας ἐκεῖνο ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὸ αἷμα μας καὶ θυσίες μας, ὁποῦ τὸ καταπάτησε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. 
Οἱ Δύναμες τὸν ὁδήγησαν νὰ μᾶς δώση σύνταμα, ὅταν τὸν ἀναγνώρισαν βασιλέα μας καὶ ἦρθε ἐδὼ· καὶ ὑποσκέθη· κι᾿ ὡς σήμερον δὲν τὸ ῾βαλε ῾σ ἐνέργεια. Νὰ τὸ βάλη τώρα καὶ εἶναι Βασιλέας μας. Καὶ νὰ μᾶς κυβερνάγη συνταματικῶς. 
Δι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, σηκωθήκαμεν καὶ κιντυνέψαμεν, κι᾿ ὄχι νὰ κάμωμεν ἀταξίες· οὔτε εἰς τὸ περιβόλι νὰ μὴν πλησιάση κανένας καὶ πειράξετε οὒτ᾿ ἕνα φύλλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου