Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗ ΞΕΡΑΣ


ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ ΠΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

-- του Κώστα Κυριακού--

Ο Αριστοτέλης του Γιάννη και της Μελπομένης, γεννήθηκε το 1953 στο χωριό Δερβητσιάνη του Νομού Αργυροκάστρου της Βορείου Ηπείρου. Η Δερβητσιάνη είναι το πρώτο χωριό της Δρόπολης όταν έρχεσαι από το Αργυρόκαστρο και πηγαίνεις προς την Κακαβιά και το μεγαλύτερο Ελληνικό χωριό σ’ όλη τη Β. Ήπειρο, με γύρω 3.000 κατοίκους. Αυτό το χωριό, για τα Ελληνικά Ιδεώδη έχει πρωτοστατήσει σε όλους τους αγώνες. Οι Δερβητσιώτες, όπως ο λαός όλων των περιοχών της Β. Ηπείρου,  επαναστάτησαν στον Αυτονομιακό Αγώνα (1912-1914), στον αγώνα για το σχολικό ζήτημα (1933 – 1935), και εκατοντάδες πολέμησαν  στις γραμμές των αγωνιστών για την απελευθέρωση του τόπου μας από τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς.

Μετά τον πόλεμο αυτό το χωριό μαζί με την ηρωική Χειμάρα, μετρούσε τους περισσότερους πολιτικούς εξόριστους και φυλακισμένους.
Ο Αριστοτέλης μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια με έντονα ελληνικά αισθήματα. Ο πατέρας του ο Γιάννης, (γεννηθείς το 1918), όπως μολογούσε η μάνα Ευθυμία, η οποία ήταν συνομήλικη του Γιάννη, από μικρό παιδάκι ανέβαινε σε υψώματα και φώναζε «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω ο Βασιλιάς της Ελλάδα…»
Σε τέτοιο περιβάλλων μορφώθηκε ο Αριστοτέλης. Το Οκτάχρονο Σχολείο το έβγαλε στο χωριό του τη Δερβητσιάνη, ενώ το τετράχρονο Γυμνάσιο στην πόλη, στο Αργυρόκαστρο η οποία απείχε 7 χιλιόμετρα. Ήταν άριστος μαθητής και διάβαζε πάντα ελάχιστα. Προπαντός στα μαθηματικά ήταν ο καλύτερος στο Δημοτικό, στο Οχτάχρονο και στο Γυμνάσιο. Ήταν πολύ γυμνασμένος, ψηλός γύρω στα 185 εκατοστά, ντυμένος χειμώνα καλοκαίρι μόνο με ένα φανελάκι, για παπούτσια, με χιόνι και βροχή, φορούσε πάντα σαντάλια από λάστιχο, και δεν περπάταγε αλλά σχεδόν πάντα έτρεχε, πετούσε. Σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι γυμναζόταν μέρα νύκτα και ότι προόριζε τον εαυτό του για μεγάλα και ιερά έργα. Έψαχνε για καλούς και πιστούς φίλους και αν αυτό ήταν ακατόρθωτο, δεν δυσκολευόταν να καθότανε και μόνος του.

Το 1972 ή 1973 δραπέτευσε ο αδερφός του ο Οδυσσέας (γεννηθείς το 1955), στην Ελλάδα. Τότε δυσκόλεψαν περισσότερο τα πράγματα για την οικογένειά τους γιατί το καθεστώς εξόρισε τον πατέρα του Αριστοτέλη κάπου στην κεντρική Αλβανία (Λιούσνια) και εκτός των άλλων δεχόταν και τον πόλεμο των τάξεων από τους ίδιους τους συγχωριανούς.
Στις αρχές του 1974, όταν ο Αριστοτέλης πληροφορήθηκε από τον φίλο μου, τον Σωκράτη Μήλο ότι ο Σωκράτης μαζί με εμένα θα κάναμε προσπάθεια να δραπετεύαμε στην Ελλάδα, τότε αμέσως ο Αριστοτέλης άρπαξε την ευκαιρία για να δημιουργούσε μια ομάδα η οποία θα δρούσε εναντίον του συστήματος και υπέρ της Ελλάδας και της ελευθερίας. Έτσι χωρίς να χάσει χρόνο με αντάμωσε και μου πρότεινε ότι αντί να έφευγα στην Ελλάδα να δρούσαμε μαζί στην Αλβανία για την Ελλάδα, την Ορθοδοξία και την Λευτεριά. Όταν ο εγώ του είπα ότι πως θα γίνουν όλα αυτά, μου απάντησε: «Θα φτιάξουμε μια μεγάλη ομάδα, η οποία θα ξεκινήσει από εμάς τους τρεις. Εμείς θα είμαστε οι πρώτοι πυρήνες που δε θα αποκαλυφθούμε στους υπολοίπους. Σε εκείνους, δηλαδή στα νέα μέλη, θα παρουσιαζόμαστε μόνοι και θα τους προτείνουμε το ίδιο πράγμα. Έτσι η οργάνωση θα είναι σαν πυραμίδα, θα μεγαλώνει  και κανένας από τα πατριωτικά μας μέλη δεν θα ξέρει τον ακριβή αριθμό των μελλών της οργάνωσης. Τον αριθμό των μελλών της οργάνωσης θα το ξέρουμε μόνο εμείς οι τρεις πρώτοι, έτσι και αν τυχόν ανακαλύψουν και συλλάβουν κάποιον από τα μέλη να μην ξέρει και να μη μαρτυρήσει πολλά για τους άλλους.

Εμείς θα δώσουμε όρκο να μην μαρτυρήσουμε μέχρι θανάτου. Όλα τα μέλη θα πράττουν εναντίων του συστήματος με απώτερο σκοπό τον ξεσηκωμό του κόσμου σε επανάσταση και την πτώση της δικτατορίας του Ε. Χότζια. Στην πρώτη φάση, θα σκορπίζουμε προκηρύξεις με αντικομουνιστικό περιεχόμενο και υπέρ της Ελλάδας και θα κάνουμε έκκληση για ξεσηκωμό και επανάσταση.….»
Αυτά και πολλά άλλα τέτοια είπε ο Αριστοτέλης. Εγώ, χωρίς πολύ σκέψη του απάντησα ότι αυτό είναι πολύ δύσκολό, είναι ακατόρθωτο, ότι υπάρχουν παντού άνθρωποι του συστήματος, ότι θα μας ανακαλύψουν και θα μας εξοντώσουν εμάς και τις οικογένειές μας και ότι δεν θα φέρουμε κανένα αποτέλεσμα. Τότε εγώ είχα μεθύσει με το όνειρο της δραπέτευσης στην Ελλάδα και ρητά του είπα να δραπετεύαμε μαζί και να πηγαίναμε στην Μητέρα Πατρίδα όπου βρισκόταν και ο δραπέτης αδερφός του, ο Οδυσσέας. Δεν συμφωνήσαμε αλλά δώσαμε τα χέρια και ορκιστήκαμε ότι όπως και να έρχονταν τα πράγματα, ποτέ να μην αποκάλυπτε ο ένας τον άλλον.

Ο Αριστοτέλης μαζί με το Σωκράτη άρχισαν την δράση με το σκόρπισμα των προκηρύξεων από τον Φεβρουάριο του 1974 και μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους όπου και τους συνέλαβαν. Τον Σωκράτη τον συνέλαβαν στις 15\04\1974 (19 χρονών) και τον Αριστοτέλη στις 16/04/1974 (21 χρονών). Μετά από πολλά ανακριτικά παιχνίδια εις βάρος τους, αποκαλύφτηκα και εγώ και με συνέλαβαν μετά από 20 ημέρες, στις 06\05\1974 (19 χρονών).
Η ανάκριση και για τους τρεις ήταν τρομερά σκληρή, αλλά προπαντός για τον Αριστοτέλη ο οποίος ήταν ο εμπνευστής αυτής της δράσης, ήταν πολύ σκληρότερη. Η απάνθρωπη Σιγκουρίμη άσκησε πάνω του κάθε είδους βίας και βασανιστήρια που και ο ίδιος ο εμπνευστής τους, ο πατερούλης Στάλιν θα τους ζήλευε. Εκτός από τη φυσική βία, ασκήθηκε πάνω του και ψυχολογική, πιστεύω ότι τον πότισαν και με ναρκωτικά.
Ο ατσάλινος Αριστοτέλης μαραίνονταν, το γυμνασμένο Σπαρτιάτικο σώμα του αδυνάτισε απερίγραπτα, ο Αριστοτέλης έπαθε ψυχικό κλονισμό, και έφτασε στα όρια της τρέλας.

Στις 16/12/1974, εξαντλημένους, ζωντανούς – νεκρούς, μας έβγαλαν σε δικαστήριο και κλεισμένων των θηρών και μας καταδίκασαν τον Αριστοτέλη ως αρχηγό 10 χρόνια κάθειρξη και εμένα ως μέλλος, 9 χρόνια κάθειρξη. Τον Σωκράτη, για λόγους που μόνο όσοι έζησαν σε παρόμοια συστήματα με της Αλβανίας θα μπορέσουν να το κατανοήσουν, τον δίκασαν με εγκλεισμό σε ψυχιατρείο, γιατί όπως είπαν όταν έπραττε ήταν ψυχικά άρρωστος και ως εκ τούτου ήταν ανεύθυνος.
Έτσι χωρίς καμιά τύψη το Κόμμα τον θυσίασε και τον έκλισε στα τρελοκομεία για να μην θιχτεί ο κύκλος, το σόι…               
Ήρθε η απάντηση από το Ανώτερο Δικαστήριο των Τιράνων, και στις 06\02\1975 με τις ίδιες ποινές του Πρωτοδικείου, τους δύο καταδικασμένους, μας έστειλαν στο τρομερότερο στρατόπεδο της δικτατορικής Αλβανίας, στο Σπατς. Εκεί, από τις πρώτες μέρες ο Αριστοτέλης δήλωσε ότι δεν θα δούλευε ούτε λεπτό στις γαλαρίες για τον Ε. Χότζια, πέταξε στο γκρεμό τον εφοδιασμό, (μπότες, καπέλο και καντήλι), και αποφασισμένος για το χειρότερο, αντιστάθηκε σε όλα. Μετά από πολλούς μήνες απομόνωση, ξυλοδαρμούς, απεργία πείνας και πολλά άλλα, στο τέλος νίκησε, η διοίκηση νικήθηκε και άνθρωποι του συστήματος διάδιδαν ότι είναι τρελός και δεν πρόκειται να τον κρατήσουν στο Σπατς.

Ο Αριστοτέλης ανακουφίστηκε.  Οι άνεργοι του στρατοπέδου ανέπνεαν καθαρό αέρα και σε αντίθεση με αυτούς που δούλευαν στις γαλαρίες και ανέπνεαν μολυσμένο αέρα, είχαν μεγάλη πείνα. Ο Αριστοτέλης έσβηνε την πείνα χάριν της φροντίδας των συγχωριανών του, του Ηρακλή, του Σταύρου, και εμένα. Εμείς καθόμασταν όλοι μαζί, τρώγαμε μαζί, δηλαδή είχαμε κοινό σακούλι τροφίμων, (ότι είχε ο ένας το είχαν όλοι μαζί). Εμείς δουλεύαμε και είχαμε καλύτερη μερίδα φαγητού σε σύγκριση με τους ανέργους, είχαμε και κάποιες ολίγες βοήθειες από τις οικογένειές μας.
Αλλά με όλες τις προσπάθειες που καταβάλλαμε εμείς, οι στενοί φίλοι του Αριστοτέλη αλλά και πολλοί άλλοι συμπατριώτες ακόμα και Αλβανοί, δεν μπορέσαμε να πείσουμε τον ήρωα να άλλαζε την απόφασή του. Έπεσε σε απαισιοδοξία, απάθεια, μαρασμό. Δεν ήθελε να ζούσε κλεισμένος στο κλουβί.

Μια μέρα, στις αρχές του 1978, μου δήλωσε ότι είχε πάρει την απόφαση να πεθάνει και όχι με απλό τρόπο, δηλαδή όπως είπε: «Δεν θα ριχτώ στα σύρματα για να με πυροβολήσει η σκοπιά, θα δώσω τέλος της ζωής μου με μαρτυρικό θάνατο. Θα πεθάνω κάνοντας μια πρωτοφανές απεργία πείνας, θα τρώγω πρωί, μεσημέρι, βράδυ από ένα κουτάλι φαγητού, έτσι θα στιγματίσω και θα είμαι για πολύ καιρό μια ζωντανή διαμαρτυρία για τους δήμιους του καθεστώτος και τον ίδιο τον Χότζια.».
 Βέβαια, εγώ, δεν πίστεψα στα αυτιά μου, τον παρακάλεσα να ανακαλούσε την σκληρή απόφαση, τον μάλωσα, του φώναξα, το είπα αμέσως στον Ηρακλή και σε άλλους φίλους, αλλά την απόφαση ο Αριστοτέλης δεν την άλλαζε με κανένα τρόπο.
Είναι γεγονός ότι βασάνισε αφάνταστα τον εαυτό του, υπόφερε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, αλλά δεν λύγισε, δεν έκανε πίσω πέθανε σαν ήρωας. Έκανε απεργία πείνας σχεδόν πάνω από 120 μέρες, έσβησε διαμαρτυρόμενος για τη ζωώδη συμπεριφορά και την απανθρωπιά των σαδιστών του Χότζια, έφυγε σαν λεβέντης Έλληνας, νικητής και με το κεφάλι ψηλά. Στις 01/05/1978, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη.

Ο Αριστοτέλης τον θάνατο τον κοίταξε κατάματα, δεν τον φοβήθηκε, κορόιδεψε με αυτόν. Η μόνη απογοήτευση που έκφραζαν τα μάτια του και που μπορούσα να την διάβαζα, ήταν η λύπη για το χάος που άφηνε πίσω του, ήταν ο μεγάλος του πόνος για τους καλούς του φίλους που τους άφηνε σ’ αυτό τον άδικο κόσμο.
Οι συγκρατούμενοι του, τον θαύμαζαν και όσοι ζουν θα τον θυμούνται τον Αριστοτέλη σαν θρυλικό Έλληνα, σαν  το Ελληνόπουλο που στιγμάτισε την δικτατορία του Χότζια  
               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου