Οι πρώτες κινήσεις των Αλβανών για δημιουργία εθνικής συνείδησης και αυτόνομου κράτους
Κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1878, οι Αλβανοί, επειδή φοβήθηκαν την επέκταση εις βάρος τους των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, δραστηριοποιήθηκαν με την ανοχή της Πύλης. «Οι Αλβανοί, φεουδάρχες, οι αρχηγοί των φατριών, οι έμποροι και οι εκπρόσωποι της πνευματικής ηγεσίας, 80 αντιπρόσωποι συνολικά, ίδρυσαν στις 10 Ιουνίου 1878 το "Σύνδεσμο της Πρισρένης", που στις 15 Ιουνίου 1878 απηύθυνε υπόμνημα στις Μεγάλες δυνάμεις, απαιτώντας "την ακεραιότητα του αλβανικού εδάφους". Τότε για πρώτη φορά τέθηκε διεθνώς το αλβανικό ζήτημα» (βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου «Οι Βαλκανικοί λαοί», εκδ. Βάνια, Θεσ/νίκη, σ. 281). Το υπόμνημα υποβλήθηκε στον λόρδο Βηκόνσφηλδ, δηλαδή στον δαιμόνιο Άγγλο‐Εβραίο πρωθυπουργό Ντισραέλλι.
Όπως παρατηρεί ο καθ. Κωνσταντίνος Άμαντος (Ibidem σ. 149) «Το υπόμνημα τούτο είναι πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνον διότι αποτελεί την κυριωτέραν εκδήλωσιν του Αλβανισμού ως εθνικότητος, αλλά και διότι επρότεινε την ομοσπονδιακήν ενωσιν μετά της Ελλάδος, η οποία επίσης, κατά το υπόμνημα, όπως η Αλβανία, έχει τους Σλάβους εχθρούς». Πρόδρομη μορφή του Συνδέσμου της Πρισρένης ήταν η «Κεντρική Επιτροπή για την υπεράσπιση του έθνους», που είχε θεμελιωθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1877 και στην οποία συμμετείχαν σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αμπντούλ Φράσερι, ο Πάσκο Βάσα, ο Σαμί Φράσερι, ο Γιάννι Βρέτο. ο Ζιγία Πριστίνα κ.ά. Μερικά ονόματα δηλώνουν σαφή ελληνική καταγωγή.Το Υπόμνημα δεν βρήκε ανταπόκριση. Αλβανικές μάλιστα περιοχές δόθησαν σε όμορες χώρες. Γι' αυτό ο Σύνδεσμος που εξελίχθηκε σε κύριο φορέα του αλβανικού εθνικού κινήματος, συνεκάλεσε στις 23 Ιουλίου 1880 τη Συνέλευση του Αργυροκάστρου.
Στο βιβλίο «Αλβανία» που συντάχθηκε από το περιοδ. «Νέα Αλβανία» και αποτελούσε εργαλείο προπαγάνδισης του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα (ελλ. εκδ. 1984) διαβάζουμε: «Το πρόγραμμα που ενέκρινε η Συνέλευση και που το παρουσίασε ο Αμπντούλ Φράσερι, απαιτούσε την ίδρυση ‐ενός αυτόνομου αλβανικού κράτους‐ με δική του προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα μία πόλη στην Κεντρική Αλβανία, με αποκλειστικά αλβανική διοίκηση όπου θα λάβαιναν μέρος υπάλληλοι δίχως διάκριση θρησκείας... κ.λπ. (σ. 32). Άρχισε τότε να εφαρμόζεται μία μορφή αυτοδιακυβερνήσεως και τον Ιανουάριο του 1881 σχηματίσθηκε «Προσωρινή κυβέρνηση». Οι Τούρκοι θέλησαν να καταπνίξουν τις αυτονομιστικές τάσεις των Αλβανών. Στον αγώνα κατά των Τούρκων διακρίθηκαν οι Σουλεϊμάν Βόξι και Μιτς Σοκόλη (δηλ. Μήτσος Σοκόλης). Παράλληλα συνεχίζεται η προπαγανδιστική ζύμωση και στο εξωτερικό με έκδοση αλβανικών εφημερίδων και περιοδικών.
Ας παρακολουθήσουμε τις παραπέρα εξελίξεις όπως τις εμφανίζουν οι ίδιοι οι Αλβανοί (Ibidem σ. 34‐70).
Στις 7 Μαρτίου 1877 ιδρύεται στην Κορυτσά το πρώτο αλβανικό σχολείο. Στην πνευματική αφύπνιση των Αλβανών πρωτοστατούν οι Ναούμ Βεκιλχάρτζι, Κονσταντίν Κριστοφορίδι, Θίμι Μίτκο, Σπύρο Ντίνε, Γερονίμ ντε Ράντα, Ζεφ Γιουμπάνι, Πάσκο Βάσα, οι αδελφοί Αμντούλ, Ναούμ και Σάμι Φράσερι, ο Αντήν Ζάκο κ.ά. Οι διάφορες κινήσεις, που αρχικά είχαν πνευματικό και μετά πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή διεκδίκηση της αυτονομίας, πήρε πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με τη δημιουργία του Συνδέσμου της Πέγια το 1897, που συντόνισε διάφορα εθνικιστικά κινήματα, ιδίως στο Κοσσυφοπέδιο.
Το Νοέμβριο του 1905 ιδρύθηκε στο Μοναστήρι Μυστική Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Αλβανίας υπό τον Μπάλιο Τοπούλι, με πολλές διακλαδώσεις σ' όλες τις αλβανόφωνες περιοχές. Η επανάσταση των Νεοτούρκων έδωσε στους Αλβανούς εθνικιστές περισσότερα περιθώρια ελεύθερης δράσης. Έτσι τον Νοέμβριο του 1908 συνήλθε στο Μοναστήρι το Εθνικό Συνέδριο για την καθιέρωση κοινού αλφαβήτου σε όλη την χώρα. Στις 21 Νοεμβρίου το Συνέδριο ενέκρινε το και σήμερα χρησιμοποιούμενο αλφάβητο που είναι το λατινικό, ελαφρά τροποποιημένο. Έτσι οι μέλλουσες γενιές της Αλβανίας απεκόπηκαν από τα ελληνικά βιβλία. Στην 1η Δεκεμβρίου 1908 στο Ελβασάν άρχισε να λειτουργεί και το πρώτο αλβανικό διδασκαλείο. Όμως οι Νεότουρκοι δεν είχαν διάθεση να στηρίξουν, απεναντίας θέλησαν να καταπνίξουν τα εθνικιστικά κινήματα της Βαλκανικής.
Το Μάρτιο του 1910 σημειώθηκε εξέγερση Αλβανών στην Πρίστινα που εξακτινώθηκε στην Πέγια και το Κοσσυφοπέδιο. Οι Τούρκοι έστειλαν 16.000 στρατιώτες υπό τον Σεφκέτ Σουργκούτ που συγκρούστηκαν με τους εξεγερμένους Αλβανούς υπό τον Ιντρίζ Σεφέρι στη σκάλα του Κατσανίκ τον Απρίλιο του 1910. Οι Αλβανοί νικήθηκαν, αλλά το κίνημα δεν έσβησε. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κι άλλο στρατό υπό την διεύθυνση του ίδιου του υπουργού στρατιωτικών.
Οι Αλβανοί, ανοργάνωτοι και πιεζόμενοι από το βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαο Α', ακολουθώντας την προτροπή του αρχηγού των εξεγερμένων ορεσιβίων της Σκόδρας Ντεν Γκιόν Λούλι, ξεσηκώθηκαν και παρά την έλλειψη συντονισμού υποχρέωσαν τους Οθωμανούς να κάνουν υποχωρήσεις και να δώσουν πολλές υποσχέσεις. Οι Αλβανοί με αρχηγούς τους Ισμαήλ Κεμάλ και Λουίτζι Γκουρακούκι συγκεντρώθηκαν στο Γκερτς του Μαυροβουνίου και έστειλαν προς το Σουλτάνο και τις Μ. Δυνάμεις ένα memorandunm (υπόμνημα) με το οποίο διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους. Ο σουλτάνος δέχτηκε μόνο μερικά αιτήματα κυρίως σ' ό,τι αφορά στην περιοχή της Σκόδρας. Αυτό προκάλεσε την κάπως γενικευμένη εξέγερση του 1912 που απλώθηκε και στις νότιες περιοχές.
Η ανακήρυξη της αλβανικής ανεξαρτησίας και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα
Εν τω μεταξύ ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Τούρκοι απέσυραν από παντού τις στρατιωτικές δυνάμεις τους και τις προώθησαν προς τα κύρια μέτωπα του πολέμου. Αυτό διευκόλυνε τους Αλβανούς εθνικιστές, οι οποίοι συνεκάλεσαν στον Αυλώνα συνέλευση που αποφάσισε την απόσπαση της Αλβανίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ισμαήλ Κεμάλ που διεύθυνε τις εργασίες της Εθνοσυνελεύσεως ύψωσε τη σημαία της ανεξαρτησίας στις 28 Νοεμβρίου 1912. Έκτοτε η 28 Νοεμβρίου τιμάται από τους Αλβανούς ως εθνική εορτή.
Η Εθνοσυνέλευση του Αυλώνα σχημάτισε και την πρώτη αλβανική εθνική κυβέρνηση υπό τον Ισμαήλ Κεμάλ.
Εν τω μεταξύ ο πόλεμος έληξε και υπογράφηκαν δύο συνθήκες, του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας αλλά σε αντιστάθμισμα των απωλειών της στο Βορρά (οι μισές αλβανικές περιοχές περιήλθαν στους Σερβο‐Μαυροβούνιους), ο ελληνικός στρατός, που είχε απελευθερώσει όλη την Ήπειρο, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει εντεύθεν της γραμμής Καλαμά. Έτσι η Β. Ήπειρος ενσωματώθηκε στο αρτισύστατο αλβανικό κράτος.
Με απόφαση της πρεσβευτικής διασκέψεως έφθασε στις 7 Μαρτίου 1914 στην Αλβανία ως βασιλιάς ο Γερμανός αριστοκράτης Βίλχελμ Βηντ, που αντικατέστησε τον Ισμαήλ Κεμάλ με τον Τουρχάν Πασά, εκπρόσωπο των ισχυρών μπέηδων. Ένας άλλος τοπάρχης ο Εσάτ πασάς Τοπέανι έκανε κίνημα, το οποίο κατεστάλη και ο Εάτ κατέφυγε στην Ιταλία, από την οποία επανήλθε με την ενίσχυση της Σερβίας κατά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά τον πόλεμο οι Αλβανοί εθνικιστές συγκάλεσαν το 1920 συνέδριο στην πόλη Λιούσνα, όπου συγκρότησαν κυβέρνηση, η οποία απαίτησε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις αλβανικές και τις θεωρούμενες σαν αλβανικές περιοχές. Συγκρούσεις μεταξύ Ιταλών και Αλβανών είχαμε στην περιοχή του Αυλώνα. Το Μάιο του 1924 εξ αφορμής της δολοφονίας του Αβνί Ρουστέμι, ενός από τους ηγέτες του δημοκρατικού κινήματος, ξέσπασε, όπως λένε οι αλβανικές πηγές, μια «αστικοδημοκρατική επανάσταση», που έφερε στην εξουσία την «αστικο‐δημοκρατική κυβέρνηση» του γνωστού μας Φαν Νόλι. Στις 24 Δεκεμβρίου 1924 ο Αχμέτ Ζώγου ανέτρεψε τον Φαν Νόλι, με την ενίσχυση των Γιουγκοσλάβων και μετά από λίγο ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αλβανίας.
Η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού λειτούργησε εις βάρος κυρίως του ηπειρωτικού Ελληνισμού. Η Ήπειρος τεμαχίστηκε κι έκτοτε παραμένει τεμαχισμένη. Ας μη ρίχνουμε ευθύνες μόνο στην ξένη προπαγάνδα. Ούτε η διπλωματική μας εκπροσώπηση στις αλβανικές περιοχές υπήρξε επαρκής, ούτε οι ορθόδοξοι ιεράρχες στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Ανεπαρκείς, αυταρχικοί, φιλοχρήματοι. Μερικοί μάλιστα προσεχώρησαν στην Ουνία.
Η Ελένη Ι. Νικολαΐδου παρατηρεί, σ' ό,τι αφορά στην Αλβανία τουλάχιστον κατά τα έτη 1878‐1902, «δεν υπήρχε πλήρες και σαφές πρόγραμμα εθνικών διεκδικήσεων» (Ibedem σ. 387). Ως προς τους μητροπολίτες, αρκεί μια φράση του Ίωνα Δραγούμη από μια αναφορά της 19ης Αυγούστου 1903: «Των δε μητριοπολιτών ‐τυρβαζομένων περί πολλά‐ αι σκέψεις παν άλλο είναι εθνικαί». Από την άλλη οι Έλληνες πολιτικοί ούτε τότε είχαν ούτε τώρα έχουν σαφή αντίληψη περί του ηπειρωτικού. Έτσι τεμαχίστηκε η Ήπειρος και το βόρειο τμήμα της έγινε μπαλάκι πιγκ‐πογκ της διεθνούς διπλωματίας.
Ας θυμηθούμε μερικά περιστατικά: το 1908 ο Έλλην πρωθυπουργός Θεοτόκης είχε συμφωνήσει με τον Ισμαήλ Κεμάλ να βοηθήσει η Ελλάς την Αλβανία και η Αλβανία να αναγνωρίσει ότι η Ελλάς δικαιούται να φθάσει μέχρι Αυλώνος. Όταν όμως ο ελληνικός στρατός το 1913 μπήκε στη Β. Ήπειρο, εμποδίστηκε από τους Ιταλούς, τους μόνιμους διεκδικητές της Αλβανίας, να φθάσει στον Αυλώνα. Μετά το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, η Ελλάς αναγκάστηκε να αποσύρει το στρατό της από την Β. Ήπειρο.
Οι Βορειοηπειρώτες όμως κήρυξαν την αυτονομία της και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο. Μέλη της ήσαν οι μητροπολίτες Αργυροκάστρου, Κονίτσης, Κορυτσάς και ο Αλέξ. Καραπάνος. Την πολεμική διεύθυνση είχε ο συνταγματάρχης Δουλής. Αρχηγός των ανυπότακτων χιμαριωτών ήταν ο Σπυρομήλιος. Αλβανοί, υπό την ηγεσία Τούρκων, Αλβανών και Ιταλών αξιωματικών, επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων αλλ' απεκρούσθησαν.
Μετά την αποτυχία των Αλβανών, η Διεθνής Επιτροπή, που είχε, με απόφαση των Δυνάμεων, αναλάβει τον έλεγχο της Αλβανίας, ήλθε σε συνεννοήσεις με την κυβέρνηση Ζωγράφου, οι οποίες κατέληξαν στο γνωστό/άγνωστο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (Μάιος 1914).
Βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού:
1. Η Β. Ήπειρος αναγνωρίζεται αυτόνομη υπό την κυριαρχία του Αλβανού ηγεμόνα.
2. Αποστέλλει βουλευτές στο αλβανικό κοινοβούλιο.
3. Επίσημη γλώσσα της Β. Ηπείρου είναι η ελληνική. Η αλβανική θα διδάσκεται προαιρετικά.
4. Η Β. Ήπειρος θα έχει δική της χωροφυλακή με δικούς της αξιωματικούς.
5. Κατοχύρωση δικαιωμάτων Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το χάος που επικράτησε στην Αλβανία μετά την άφιξη του ηγεμόνα Β. Βηντ ανάγκασε τις Μ. Δυνάμεις να καλέσουν ξανά την Ελλάδα να καταλάβει την Β. Ήπειρο (πλην του Αυλώνος που κράτησαν οι Ιταλοί). Κατά το τέλος του 1914 οι δυνάμεις της Αντάντ προσέφεραν στην Ελλάδα το κατεχόμενο από αυτήν βορειοηπειρωτικό έδαφος, αρκεί να έμπαινε στον πόλεμο παρά το πλευρό τους. Η Ελλάς προτίμησε ουδετερότητα και τότε η Ιταλία, για λόγους δήθεν ασφαλείας, κατέλαβε όλη την Ήπειρο μέχρι Ιωαννίνων!
Όταν μετά το 1917 η Ελλάς μπήκε στον πόλεμο, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν με δυσφορία από το νότο, κράτησαν όμως την Β. Ήπειρο. Εν τω μεταξύ στο πολιτικό‐πολεμικό παιχνίδι μπαίνουν και οι Γάλλοι. Ο στρατηγός Σαράιγ κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και αντικατέστησε την ελληνική διοίκηση στην περιοχή της Κορυτσάς. Οι Γάλλοι που το 1913 υποστήριξαν την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, τώρα άρχισαν να ευνοούν τους Αλβανούς.
Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται η έλλειψη εθνικής πολιτικής ως προς το βορειοηπειρωτικό. Κατά το 1919 και 1920 οι σύμμαχοι επανεξέτασαν το ζήτημα και παρά την αντίδραση των Ιταλών αποφάσισαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα η Χιμάρα, η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο, με τις περιοχές τους. Η Αμερική δέχθηκε να δοθεί μόνο η αριστερά του Αώου Ήπειρος μετά το διακανονισμό του ζητήματος του Αδριατικού πελάγους. Η Αλβανία τον Μάιο του 1920 υπέγραψε με την Ελλάδα τη Συμφωνία της Καπεστίτσας ή Καπιτσίκας, βάσει της οποίας οι Αλβανοί δεσμεύονταν να σεβασθούν τις αποφάσεις των Μ. Δυνάμεων ως προς την Β. Ήπειρο.
Οι Δυνάμεις με την συνθήκη του Rapallo (30 Οκτωβρίου 1920) ρύθμισαν το Αδριατικό αλλ' η Ελλάς που είχε εμπλακεί στον Μικρασιατικό πόλεμο δεν έστειλε στρατό στη Β. Ήπειρο.Έτσι χάθηκε για την Ελλάδα η Β. Ήπειρος.
Η περίφημη συμφωνία Βενιζέλου‐Τιτόνι (Ιούλιος 1919) ήταν μια επιδέξια τρικλοποδιά της ιταλικής διπλωματίας. Η Ιταλία ναι μεν ανεγνώρισε την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, αλλά κρατούσε τη ζώνη των Αγίων Σαράντα. Λόγω της δυσμενούς τροπής του πολέμου στην Μ. Ασία, το Νοέμβριο του 1921, οι Σύμμαχοι Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί αποφάσισαν να παραδοθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία. Δυστυχώς, τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι μεταβενιζελικές κυβερνήσεις, έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς την Ανατολή, απέστρεψαν το βλέμμα από το Βορρά. Κυνηγώντας το αβέβαιο, χάσαμε το βέβαιο. Χάθηκε η δυνατότητα να σχηματίσει η Ελλάς ισχυρό θώρακα στο Βορρά. Κι αυτό σήμερα πληρώνεται ακριβά.
Περιμένοντας έναν νέο «παράφρονα» Γιώργη
Στο πολύ διαφωτιστικό βιβλίο της Ελένης Ι. Νικολαΐδη «Ξένες προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση...», που εξέδωσε το 1978 η γεραρά Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, αναφέρεται το ακόλουθο περιστατικό: ένας από τους δραστηριώτερους προπαγανδιστές του αλβανικού εθνικισμού ήταν ο Δερβίς Χίμα που ζούσε στο Παρίσι κι επαγγελλόταν τον δημοσιογράφο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ibrahim Mehmet Chim. Υπάρχει απόδειξη, γράφει η Νικολαΐδου, πως ήταν έμμισθος πράκτορας της Αυστρίας.
Ο Δερβίς Χίμα, «με τη φήμη του μεγάλου αποστόλου της αλβανικής ιδέας», έφτασε το 1909 στη Βόρειο Ήπειρο με προορισμό το Ελβασάν, το Βεράτι και την Κορυτσά. Μιλούσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους που οι πλείστοι ήσαν Έλληνες και ελληνίζοντες και κήρυσσε το άδέλφωμα Ελλήνων και Αλβανών. Όπως γράφει ο Έλληνας πρόξενος του Αυλώνα, μίλησε και στο προαύλιο της εκεί ορθόδοξης εκκλησίας και άρχισε να λέει στο πλήθος πως στα αλβανικά σχολεία, μαζί με την αλβανική, πρέπει να διδάσκεται και η τουρκική. Τότε ένας από το πλήθος, που χαρακτηρίζεται σαν άτομο διανοητικά ανάπηρο, διακόπτει το ρήτορα και του λέει:‐«Και τι θα γίνει με την ελληνική; που είναι αυτοί οι τυφλοί χριστιανοί που άνοιξαν τα μάτια τους με τα ελληνικά γράμματα για να σου απαντήσουν;
Ο Χίμα δεν τόλμησε να δώσει απευθείας απάντηση και τόνισε πως Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν αδέλφια.
Και τότε, γράφει ο πρόξενος, ο δυστυχής ομογενής ανέκραξε:
‐Ναι! να αδελφωθούμε με τους Μουσουλμάνους για να μας δέρνουν...
‐Ζήτω η Αλβανία, ανέκραξεν ο επιτήδειος Δερβίς Χίμας.
"Ζήτω η Ελλάς", αντιφωνεί ο πτωχός παράφρων Γιώργης».
Αυτά γράφει ο πρόξενος του Αυλώνα, που χαρακτηρίζει τρελό τον Γιώργη, επειδή έλεγε την αλήθεια. Η Νικολαΐδου σχολιάζοντας το περιστατικό αυτό σε υποσημείωση γράφει:«Περιέχει δραματικά στοιχεία ο διάλογος αυτός. Ο ομογενής ορθόδοξος, παρά την πνευματική αναπηρία του, έγινε ο εκφραστής της πνευματικής και πολιτιστικής παραδόσεως που είχε δημιουργήσει στις περιοχές εκείνες με τα σχολεία και τη γλώσσα η Ελλάδα. Ταυτόχρονα ο ανάπηρος ομογενής προέβλεψε τις δυσχέρειες που θα αντιμετώπιζαν οι αλύτρωτοι Έλληνες, αλλά και οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι που έμειναν πιστοί στην Ελλάδα, ύστερα από τη δημιουργία του ελεύθερου αλβανικού κράτους. Η συναδέλφωση μουσουλμάνων και ορθοδόξων, που κήρυττε ο Χίμα, απέκτησε περιεχόμενο μονόπλευρο. Τη χρησιμοποίησαν δηλ. οι μουσουλμάνοι για να δέρνουν πραγματικά και μεταφορικά τους Έλληνες και ελληνίζοντες».
Το επεισόδιο αυτό, όπως το περιγράφει ο Έλληνας πρόξενος και όπως το καταγράφει η Νικολαΐδου, δίνει μια από τις πολλές παραμέτρους που έκαναν τον συγγραφέα του παρόντος να γράψει την ανά χείρας συγγραφή. Οι Αλβανοί εδώ και μερικά χρόνια, ενισχυόμενοι από τους Αμερικανούς, έχουν αρχίσει να κάνουν εξαγωγή ξύλου και στην Ελλάδα. Χρειάζεται κάποιος παράφρων ‐όπως θα έλεγε και σήμερα κάποιος εχέφρων διπλωμάτης‐ να το βροντοφωνήσει. Ίσως κάποιος πολιτικός μας ξυπνήσει...
Και κάτι σαν υποσημείωση: Θα αδικήσουμε τον Καποδίστρια, αν δεν αναφέρουμε ότι ήταν ο μόνος Έλλην πολιτικός που είχε σαφή ηπειρωτική πολιτική. Απαντώντας στη «ρηματική δήλωση» των τριών αντιπροσώπων «των συμμάχων αυλών» που είχαν εγκατασταθεί στον Πόρο, διέγραψε τα προς Β. σύνορα της Ελλάδας μέχρι το Δέλβινο. (Βλ. Ελένης Κούκκου: «Οι αγώνες του Καποδίστρια για την επέκταση προς Βορράν των ελληνικών συνόρων». Πρακτικά Β' Πανελλ. Επιστ. Συνεδρίου‐Κόνιτσα 23‐26 Αυγούστου 1990‐ Αθήνα 1992 σσ. 425‐426)
Πηγή: Η βαρύτατη μελέτη του Σαράντου Καργάκου με τις πάμπολλες σημειώσεις και βιβλιογραφία «Αλβανοί, Αρβανίτες και Έλληνες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου