- του Χρήστου Σπ. Ντρίτσου -
Στα βαθιά, πολύ βαθιά του γεράματα, ο Μάσσιος απο το μεγαλοχώρι της Δρόπολης, γιατρός κάποτε στα λιαμποχώρια του Τεπελενιού, όπου και άφησε καλό όνομα, παρουσιάστηκε στο Γραφείο Πολιτογράφησης Ομογενών Ελλήνων στην πρωτεύουσα. Zητούσε να κάνει τα χαρτιά της διπλής υπηκοότητας.
Τον κοιτούσαν στα μάτια κάπως περίεργα οι υπάλληλοι του Γραφείου και κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους... Κάποιος από αυτούς του είπε:
-Υπάρχουν πολλές, μα πάρα πολλές διαδικασίες, παππούλη και θα καθυστερήσουν τα χαρτιά και ένα χρόνο και δύο, ίσως και περισσότερο. Γιατί κουράζεσαι σ’ αυτήν την ηλικία;
Ο Μάσσιος κατάλαβε που είχε το λόγο εκείνος και απάντησε:
-Και αν υπάρχουν πολλές διαδικασίες, και αν αργήσουν τα χαρτιά, που αυτό εξαρτάται μόνον από σας, τι το ιδιαίτερο κύριε;
- Μα είστε σε πολύ περασμένη ηλικία και θα ταλαιπωρηθείτε…
Τότε, όπως μας έλεγε, σαν φωτογραφική ταινία περάσαν μπροστά από τα μάτια του όλα τα χρόνια που είχε στις πλάτες. Θυμήθηκε, εκτός των άλλων, και εκείνη την αξέχαστη μέρα που περνούσαν βιαστικοί-βιαστικοί οι Έλληνες φαντάροι απ’ τους δρόμους του χωριού για το μέτωπο κυνηγώντας καταπόδι τους μακαρονάδες. Αυτός μόλις είχε τελειώσει την Ιατρική Σχολή Αθηνών και ο πόλεμος τον βρήκε κοντά στους δικούς του. Και δεν άντεξε. Tην αύριο παρουσιάστηκε στον διοικητή και του είπε: "Μεγάλε, θέλω να πάω κι εγώ στο μέτωπο, να πολεμήσω!" Και ντύθηκε στο χακί. Εθελοντής. Και έτρεξε κι αυτός, μαζί με πολλούς άλλους από τα μέρη μας, στα βαρυφορτωμένα από το χιόνι βουνά του Τεπελενιού να πολεμήσει και να σώσει τα παιδιά της πατρίδας από τα κρυοπαγήματα, δίνοντας συνάμα θάρρος σ’αυτά. Ναι, τα θυμήθηκε όλα εκείνη τη στιγμή. Και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,όπως μας έλεγε.Και χωρίς να χάσει καιρό του απάντησε:
- Σας κατάλαβα εξαρχής που έχετε το λόγο, κύριε. Αλλά τα χαρτιά, όπως και να’ναι, κι αν δεν θα βρίσκομαι στη ζωή ακόμα, θα πάνε κάποτε σπίτι μου και θα γράφουν ότι εγώ ο Βορειοηπειρώτης ο Μάσσιος, είμαι και στα χαρτιά Έλληνας. Καταλάβατε κύριε; Ναι, Έλληνας, μέχρι το μεδούλι μάλιστα, όπως όλοι από τα μέρη μας, κρατώντας ζωντανή την ελληνική ψυχή, χωρίς να υποκύψομε, αλύγιστοι, πιστοί φύλακες της γης που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Κι ας το μάθουν κι εκείνοι που δεν το ξέρουν ή κάνουν πως δεν το ξέρουν - είπε και σήκωσε τη φωνή του κάπως εκνευρισμένα και περήφανα χωρίς να’ θελε να ξέρει που βρισκόταν.
Αφήσαν καθετί που είχαν στα χέρια οι υπάλληλοι και κοιτούσαν τον παρήλικο Βορειοηπειρώτη.
Ένας από αυτούς, ενθουσιασμένος και συγκινημένος συνάμα από τα λόγια του γέροντα, σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε, του’σφιξε το χέρι, τον αγκάλιασε και του’ πε με ψηλή φωνή:
-Σκληρό καρύδι εσείς οι Βορειοηπειρώτες, εύγε σας!
-Τέτοιοι ήμασταν από παλιά κύριε και τέτοιους μας έκαναν τα πολλά δύσκολα χρόνια που περάσαμε και που περνούμε ακόμα και σήμερα. Ναι και σήμερα…
Πήρε τα απαιτούμενα χαρτιά ο γέροντας, καλημέρισε κι έφυγε. Ενώ εκείνοι τον κοιτούσαν και τον θαύμαζαν…
Πέρασε καιρός από τότε και ο Μάσσιος τώρα, με την βοήθεια και των καλών υπαλλήλων, είναι όχι μόνον με ψυχή, αλλά και στα χαρτιά Έλληνας, όπως το ονειρευόταν επί πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου