Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Πότε θα γυρίσεις παιδί μου και νικητές να δώσει ο Θεός


Ένα απόσπασμα  από τις αφηγήσεις του αείμνηστου αγωνιστή ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΪΣΗ από την  Κρανιά. 

- του Προέδρου  του Συλλόγου των Ελλήνων πρώην πολιτικών κρατουμένων Αργυροκάστρου, κ. Ηρακλή Σύρμου - 

Ποιος  γνώρισε τον Αναστάση Καϊση  από την Κρανια και δεν άκουσε να εξιστορεί συνέχεια με πάθος τα ανδραγαθήματα του Ελληνικού Στρατού;
Ο ίδιος βγήκε εθελοντής μαζί με πολλούς άλλους Βορειοηπειρώτες. Εντάχτηκε στο τάγμα Μεσολογγίου και ήρθαν στο Τεπελένι, στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Έζησε τραγικές εμπειρίες στα χαρακώματα με χιόνι πάνω από το γόνα και το τσουχτερό κρύο, που τόσα Ελληνόπουλα πάθανε κρυοπαγήματα, αφήνοντας εδώ χέρια και πόδια, ποτίζοντας έτσι για πολλοστή φορά το μαρτυρικό χώμα της Βορείου Ηπείρου.

«Επάνω από τα κεφάλια μας - εξιστορεί ο Αναστάσης- το ξεκουφαντικό βροντερό του ιταλικού πυροβολικού, λες και χάλαγε ο κόσμος. Ο αξιωματικός μας, έρχονταν σε κάθε πρόχωμα και μας ενθάρρυνε: «Μη φοβάστε, στα τυφλά ρίχνουνε οι μακαρονάδες για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό μας. Άστοχα πέφτουν. Εσείς ψυχραιμία και το χέρι στη σκανδάλη. Όταν δοθεί το σύνθημα για επίθεση, επάνω τους. Ο Ντούτσες θέλει να σπάσει τις γραμμές μας, αλλά δεν θα πετύχει. Αυτοί επίθεση, εμείς επίθεση».
  
Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα: ΕΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ  …..! Αέρα….αέρα, αντηχούσαν τα βουνά του Πιτσαριού. Σε λίγο βρεθήκαμε σώμα με σώμα. Εφ’ όπλου λόγχη, φώναξε ο αξιωματικός που ήταν μαζί μας στην πρώτη γραμμή πολεμώντας ηρωικά. Εκεί γινόταν αυτό πουν δεν μολογιέται εύκολα με λόγια… Οι λόγχες έμπαιναν στα κορμιά, ζεστό αίμα πετάζονταν και  πλημμύριζε. Τρίξιμο δοντιών, κραυγές και βογκητά. Οι Ιταλοί παραδίνονταν ομαδικώς. Ψηλά τα χέρια τους φωνάζαμε…Μαμα μίο, φώναζαν αυτοί. Ντούτσε κατίβο,α ,α, κάνοντας με τα χέρια στο λαιμό, σαν να τον πνίξουν, θέλει σφάξιμο κλπ. Μπόνο Γκρέτσιε, φώναζαν οι άμοιροι, να γλυτώσουν από το χάρο. Ο αξιωματικός φώναζε: «Προσοχή παιδιά από τους μελανοχύτες, είναι του Φάσιου, σκοτώστε τους επί τόπου». Αλήθεια ήταν ορκισμένοι. Κάποιος απ’ αυτούς προσποιώντας πως παραδίνονταν , πέταξε μια χειροβομβίδα και σκότωσε δυο παιδιά μας.

Ξημερώνοντας τα πυρά έπαψαν. Αρχίσαμε να μαζεύομε τους νεκρούς και τραυματίες. Ποτέ δεν ξεχνάω τον ανθυπολοχαγό, που τραυματίστηκε σ’ αυτή τη μάχη. Τον γνώριζα, ήταν μοναχογιός. Διάβαζε τα γράμματα από την καλή του μάνα. Του έγραφε: «Πότε θα γυρίσεις παιδί μου και νικητές να πει ο Θεός». Ήταν από τα Κάτω Πατήσια. Ακόμη θυμάμαι και τη σύστασή του. Τον πήγαμε στο Λάμποβο του Ζάππα, εκεί ήταν χειρουργείο. Πονούσε στο δρόμο. «Σιγά, αδέλφια, πονάω», έλεγε ο καημένος. Ξεψύχησε στο δρόμο». 

Το πολυβόλο  του Καϊση, το Χοτς, όπως το  έλεγε, ξερνούσε πιο πολύ με μανία  έναντι των εισβολέων θέλοντας να εκδικηθεί για το χαμό του φίλου του. 

Αυτά ομολογούσε  ο δόλιος ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΪΣΗΣ και τον φυλάκισαν 10 χρόνια, γιατί τους πονούσαν τα αυτιά σαν άκουγαν τον ηρωισμό και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στρατιωτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου