Μετά τη προηγηθείσα συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, και Βουλγαρία), στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 οι βαλκανικές αυτές χώρες έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της.
Οι Τούρκοι όπως ήταν φυσικό απέρριψαν το τελεσίγραφο αυτό, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Διακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεμος αυτός κηρύχθηκε επίσημα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ακριβώς ημερομηνία που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όμως οι επιστρατεύσεις στις σύμμαχες Χώρες ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την τελευταία στιγμή η Οθωμανική Αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα.
Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαίνονταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από μέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συμφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος είχε υπολογίσει την έναρξη του πολέμου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όμως το χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγμα των βαλκανικών συμμαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συμφωνίες από κοινού επίθεσης με Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Οι συμφωνίες αυτές υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1912.
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας.
Οι επιχειρήσεις στο μέτωπο Ηπείρου
Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν αμυντικός. Μόλις στις 12 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις μπήκαν στην Φιλιππιάδα και στις 21 παραδόθηκε η Πρέβεζα, με υποστήριξη ναυτικών μονάδων. Στην συνέχεια, ακολούθησε ενεργητική δραστηριότητα με κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα, τα οποία υπερασπίζονταν ο Τούρκος διοικητής Εσσάτ Πασάς. Ύστερα από μάχη στην τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (24-30 Οκτωβρίου) οι ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912), μικρή δύναμη με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Χωροφυλακής Σπύρο Σπυρομήλιο αποβιβάστηκε στις 5 Νοεμβρίου στη Χιμάρα και στις 7 Δεκεμβρίου ο Στρατός Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά.
Στο μέτωπο νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, οι Τούρκοι είχαν οργανώσει βάσει γερμανικών σχεδίων οχυρωματικά έργα: ισχυρά πυροβολεία, πυροβόλα και τσιμεντένια χαρακώματα, καθιστώντας αδύνατη την προέλαση του ελληνικού στρατού με τις περιορισμένες δυνάμεις που διέθετε στην περιοχή.
Όταν τελικά το μέτωπο στην Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και μεταφέρθηκαν ενισχύσεις ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα στις 21 Φεβρουαρίου 1913, αφού υποχρέωσε τις τουρκικές δυνάμεις του Μπιζανίου σε συνθηκολόγηση. Ύστερα από τα Ιωάννινα ο στρατός κινήθηκε βόρεια: στις 27 Φεβρουαρίου εισήλθε στην Πρεμετή, στις 3 Μαρτίου απελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο, στις 4 Μαρτίου τους Αγίους Σαράντα και τέλος στις 5 Μαρτίου μπήκε στο Τεπελένι ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οποιεσδήποτε σκέψεις για προέλαση προς τον Αυλώνα ματαιώθηκαν, ύστερα από την παρέμβαση της Ιταλίας, που ήθελε υπό τον έλεγχο της την περιοχή και το στενό εισόδου - εξόδου της Αδριατικής Θάλασσας. Κάπου εκεί ξεκινάει και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα...
Οι Τούρκοι όπως ήταν φυσικό απέρριψαν το τελεσίγραφο αυτό, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Διακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεμος αυτός κηρύχθηκε επίσημα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ακριβώς ημερομηνία που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όμως οι επιστρατεύσεις στις σύμμαχες Χώρες ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την τελευταία στιγμή η Οθωμανική Αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα.
Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαίνονταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από μέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συμφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος είχε υπολογίσει την έναρξη του πολέμου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όμως το χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγμα των βαλκανικών συμμαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συμφωνίες από κοινού επίθεσης με Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Οι συμφωνίες αυτές υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1912.
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας.
Οι επιχειρήσεις στο μέτωπο Ηπείρου
Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν αμυντικός. Μόλις στις 12 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις μπήκαν στην Φιλιππιάδα και στις 21 παραδόθηκε η Πρέβεζα, με υποστήριξη ναυτικών μονάδων. Στην συνέχεια, ακολούθησε ενεργητική δραστηριότητα με κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα, τα οποία υπερασπίζονταν ο Τούρκος διοικητής Εσσάτ Πασάς. Ύστερα από μάχη στην τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (24-30 Οκτωβρίου) οι ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912), μικρή δύναμη με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Χωροφυλακής Σπύρο Σπυρομήλιο αποβιβάστηκε στις 5 Νοεμβρίου στη Χιμάρα και στις 7 Δεκεμβρίου ο Στρατός Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά.
Στο μέτωπο νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, οι Τούρκοι είχαν οργανώσει βάσει γερμανικών σχεδίων οχυρωματικά έργα: ισχυρά πυροβολεία, πυροβόλα και τσιμεντένια χαρακώματα, καθιστώντας αδύνατη την προέλαση του ελληνικού στρατού με τις περιορισμένες δυνάμεις που διέθετε στην περιοχή.
Όταν τελικά το μέτωπο στην Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και μεταφέρθηκαν ενισχύσεις ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα στις 21 Φεβρουαρίου 1913, αφού υποχρέωσε τις τουρκικές δυνάμεις του Μπιζανίου σε συνθηκολόγηση. Ύστερα από τα Ιωάννινα ο στρατός κινήθηκε βόρεια: στις 27 Φεβρουαρίου εισήλθε στην Πρεμετή, στις 3 Μαρτίου απελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο, στις 4 Μαρτίου τους Αγίους Σαράντα και τέλος στις 5 Μαρτίου μπήκε στο Τεπελένι ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οποιεσδήποτε σκέψεις για προέλαση προς τον Αυλώνα ματαιώθηκαν, ύστερα από την παρέμβαση της Ιταλίας, που ήθελε υπό τον έλεγχο της την περιοχή και το στενό εισόδου - εξόδου της Αδριατικής Θάλασσας. Κάπου εκεί ξεκινάει και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου