Εγκλήματα -Τρομοκρατία-Καταστολή
Δημοσιεύουμε ένα κομμάτι από την εισαγωγή
Είναι ασφαλώς ορθή κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawn, σύμφωνα με την
οποία ο κομμουνισμός είναι το φαινόμενο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα. Ασφαλώς,
όμως έχει δίκιο και ο Γάλλος Francois Furet, όταν γράφει ότι ο
κομμουνισμός ήταν μια παρένθεση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, μια συλλογική
χίμαιρα. «η ψευδαίσθηση της εποχής».
Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη. Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα
κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του: της πρακτικής του εφαρμογής και της
επικράτησής του σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο
πανηγυρικό τρόπο τη διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον
χιμαιρικό του χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά
κάτι περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.
Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και
πράξης, βρίσκεται η βία. Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι
κεντρικό ζήτημα στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής
βίας, κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλον περιλαμβάνεται στην
έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου καθεστώτος.
Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσά στους οποίους και ο Merleau-Ponty,
πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο με το οποίο είναι συνυφασμένος ο
κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό
ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές προθέσεις» που έχει, εφόσον «κυρία αποστολή
είναι να αναζητήσει εκείνη τη μορφή που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την κατεύθυνση
του μέλλοντος της ανθρωπότητας».
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό σήμερα: όχι διότι χειροτέρεψε η πρακτική
του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διότι η εμπειρία μας μας
αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υιοθετεί ο Merleau
Ponty, ότι δηλαδή ο κομμουνισμός ήταν εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες
ανθρωπιστικές του προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε
πολλούς, ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους.
Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης
Βίβλου του Κομμουνισμού.
1. Έγκλημα και ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας
Το βασικό
πρόβλημα που εξετάζει το βιβλίο είναι το έγκλημα ως αναγκαίο συνοδευτικό κάθε
κομουνιστικού καθεστώτος. Για ποιο λόγο η εφαρμογή του κομμουνισμού οδήγησε
πάντα στην εγκαθίδρυση εγκληματικών καθεστώτων; Σε όλες τις περιόδους και σε
όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε μικρές και μεγάλες χώρες, ανεπτυγμένες ή
υπανάπτυκτες, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος σήμαινε το τέλος της
κοινωνίας των πολιτών, την κατάργηση του πολιτικού πλουραλισμού, τη φίμωση κάθε
αντιπολιτευόμενης φωνής, τις μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Ποια
είναι η αιτία γι’ αυτό;
Το ερώτημα αυτό
που θέτει η Μαύρη Βίβλος είναι αμείλικτο και το ενδιαφέρον που προκάλεσε
ήταν μεγάλο από την πρώτη στιγμή. Το βιβλίο εκδόθηκε στην Γαλλία, το 1997, από
τον εκδοτικό οίκο Robbert Laffont και σε διάστημα λιγότερο από δυο χρόνια
πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα. Από τότε μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και
πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ρωσία και ΗΠΑ.
Πέρα, όμως
από την εκπληκτική εκδοτική επιτυχία της, η Μαύρη Βίβλος έδωσε λαβή σε
συζητήσεις και κριτικές, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, αλλά και σε οργίλες
αντιδράσεις. Οι τελευταίες, όπως θα φανεί πιο κάτω, προήλθαν κυρίως από
διανοούμενους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά και από
ορισμένους πολιτικούς.
Το φαινόμενο αυτό,
της αντίδρασης των διανοούμενων της Αριστεράς στο μήνυμα της Μαύρης Βίβλου,
αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, αντίστοιχο με το επίσης σημαντικό πρόβλημα της
εγκληματικότητας του κομμουνισμού. Όπως θα φανεί πιο κάτω, τα δυο αυτά
προβλήματα αλληλοσυνδέονται μέσα από τον ουτοπισμό, ο οποίος εμπνέει τους
διανοούμενους αυτούς, ενώ συγχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της «διπλής
πίστης» (dvoeverye) που επικρατούσε σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Ο ουτοπισμός αυτός
συνδέεται με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας, δηλαδή
τοποθέτησης στη θέση της εμπειρικής πραγματικότητας μια άλλης υποτιθέμενα
ορθότερης μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίνεται στην κοσμοθεωρία τους. Στην
προσπάθεια αυτή αποδύθηκαν τόσο οι ιδεολόγοι διανοούμενοι, όσο και οι κρατικοί
και κομματικοί μηχανισμοί των κομμουνιστικών καθεστώτων. Η εμμονή στην ουτοπία,
όπως θα φανεί πιο κάτω, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό. Η περιφρόνηση που
έχει ο στρατευμένος διανοούμενος για την εμπειρική πραγματικότητα είναι
σύστοιχη με τη λειτουργία του ουτοπισμού στα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Όπως
γράφει ο Robert Conquest, το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο
πέρα από την πραγματικότητα. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα από τη λειτουργία του
μύθου και του εξαναγκασμού, όχι με ορθολογισμό και συνεργασία.
Η λειτουργία εκτός
αντικειμενικής πραγματικότητας στο πλαίσιο μιας «εναλλακτικής» ιδεολογικής
πραγματικότητας εξηγεί και τις ψευτοδικίες, οι οποίες δεν εφευρέθηκαν από τον
Στάλιν, αλλά από τον Λένιν: η πρώτη καταγραφή ψευτοδίκης είναι το 1922,
οργανωμένη από τον Λένιν και με πρόεδρο τον Πιατακόφ.
Βλέπουμε, επομένως ότι η
ουτοπία ως ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα έχει δομική θέση στη λειτουργία
του συστήματος και δεν είναι μια αβλαβής ονείρωξη καλοπροαίρετων διανοούμενων
που διακατέχονται από χίμαιρες. Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με το
ουτοπικό της διάγραμμα, εφαρμόζεται η βία – και μάλιστα αμείλικτα. Αλλά και ο
διανοούμενος που λειτουργεί ως Homo ideologicus, ο στρατευμένος διανοούμενος
που είναι οπαδός ή συνοδοιπόρος του κομμουνισμού, με τον τρόπο του βιάζει την
πραγματικότητα ιδεολογικοποιώντας την. Δεν σημαίνει αυτό ότι ο Satre ή ο
Merleau Ponty, στην εποχή της συνοδοιπορίας τους, είναι ταυτόσημοι με τον
Μπέρια ή τον Στάλιν, σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια κοινή μήτρα έμπνευσης και
λειτουργίας που έχει να κάνει με τον πολιτικό ουτοπισμό που θα έπρεπε να τους
είχε θέση μέχρι σήμερα. Το ότι εξαπατήθηκαν είναι βέβαιο. Δεν είναι, όμως
«θύματα» της αυταπάτης τους, όταν αυτή θεωρητικοποίεται ως μέρος της
ιδεολογικοποίησής τους, η πραγματικότητα καλείται να ενδώσει στην ουτοπία και η
αυταπάτη νομιμοποιείται ως εναλλακτική (ψευδο) πραγματικότητα. Σε αυτό
συνιστάται «ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού» που ενυπάρχει σε όλους μας, όπως
γράφει ο Jean-Francois Revel.
Ας προστεθεί σ’ αυτά
και το γεγονός ότι στους κύκλους που συγκροτούν την ευρύτερη ιδεολογική
κοινότητα της Αριστεράς δεν είναι ανεκτή η κριτική στον κομουνισμό όταν
πηγαίνει σε βάθος. Η κυρίαρχη
ιδεολογία του αντιαντικομουνισμού» επιβάλλει κανόνες «πολιτικής ορθότητας»
σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το
φασισμό, εφόσον ο «αντικομουνισμός» θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο.
Υπό αυτές τις
συνθήκες, το πλήθος όσο και το πάθος των αντιδράσεων που σημειώθηκαν γύρω από
το περιεχόμενο της Μαύρης Βίβλου ήταν αναμενόμενα. Και μέσα από την επικράτηση
αυτού του κλίματος, εξηγούνται οι διαφωνίες που εξέφρασαν εκ των υστέρων δυο
από τους δέκα συγγραφείς του βιβλίου για την εισαγωγή Courtois. Φυσικά δεν ήταν
οι μόνες. Πολλές και έντονες ήταν και οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν,
επειδή ακριβώς το βιβλίο έθιγε πολλά κακώς κείμενα, ενώ συγχρόνως έθετε σε
αμφισβήτηση ορισμένες αξιακές παραδοχές της Αριστεράς, όπως είναι η ιδέα της
βίαιης επανάστασης. Η εμμονή σ’ αυτές τις αρχές συνδέεται συχνά με μύθους οι
οποίοι συντηρούνται μέσα από την κυριαρχία ενός καθεστώτος αυτό-αποπληροφόρησης
και εθελοτυφλίας που κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους διανοούμενων εκεί όπως και
στην Ελλάδα.
Η Μαύρη βίβλος
δείχνει με τον πιο δραματικό τρόπο, μέσα από τη φρίκη που έσπειρε ο
κομμουνισμός όπου εγκαταστάθηκε το μέγεθος της αυταπάτης των «στρατευμένων»
διανοούμενων στον Δυτικό κόσμο. Και είναι φυσικό να εκδηλώνονται έντονες
αντιδράσεις εκ μέρους τους. Δεν είναι εύκολο να δεχθεί ένας διανοούμενος τη
συμμετοχή του στη μαζική φρίκη.
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου