του δάσκαλου Ξενοφών Κόκολη
- Που τον έχεις τον Οδυσσέα; τη ρώτησε με μια
αγριεμένη φωνή, και ταυτόχρονα ταραγμένη, ο τότε πρόεδρος του Λαϊκού
Συμβουλίου της Κάτω Δρόπολης.
- Για
να δω, κάτω στο μαντζάτο θα είναι, με τον αδερφό του. Μαζί κοιμούνται,
απάντησε εκείνη και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.
Του
έριξα μια ματιά γεμάτη μίσος και αναβρασμό.
- Τι
συμβαίνει, λέγε μου! Έγινε τίποτα; ρώτησε με φόβο η καημένη η θεία
Ρέτω.
Εκείνος
σιωπηλός κάρφωσε το βλέμμα προς το μέρος της και περίμενε. Σε λίγο εκείνη
βγήκε στην πόρτα, σήκωσε τους ώμους της και με μια σβησμένη
φωνή είπε: «Δεν είναι μέσα».
- Έχετε ευθύνη γι’ αυτό! Πρέπει να ξέρετε που πηγαίνει ο γιος σας, με ποιους συναντιέται, τι
σκέφτεται...πρόσθεσε ρητά εκείνος.
- Έκανε
κανένα κακό ο Οδυσσέας μου; Τι; Που, Ποιον;
κι έπιασε το κεφάλι με τα δυο της
χέρια και με το βάρος του τρόμου και του πόνου στην καρδιά της, έφυγε μέσα
αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα. Και γυρίζοντας σε μένα που την ακολουθούσα,
ρώτησε:
- Τι
έγινε; Πες μου!
- Δεν
άκουσες όλη τη νύχτα τους πυροβολισμούς; Αυτό έγινε, αυτό κακόμοιρη μάνα,
πάει το παιδί σου, ο Οδυσσέας μας
- Ναι,
τ΄ άκουσα, δεν με κόλλησε ο ύπνος. Με τον Οδυσσέα πολεμούσαν όλοι αυτοί ψες;
Μέσα
σε απίστευτα τραγικά, φοβερά, κτηνόδικα και απάνθρωπα γεγονότα ο χρόνος
κυλούσε…..
Είχα καιρό να
συναντούσα την θεία Αρετή. Τη χαιρέτησα από μακριά με το χέρι και της φώναξα:
-Καλημέρα, θεία Ρέτω! Μου
απάντησε στο όνομα και με κάλεσε για έναν καφέ. Πήγα. Mα τι να δω; Η θεία Ρέτω
είχε χάσει τη ζωντάνια της και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες.
- Δεν
σε είδα, παιδί μου, παρά μόνον τη φωνή σου γνώρισα. Τα μάτια σιγά σιγά
με αφήνουν, μου είπε. Κάρφωσα
τα μάτια μου στα δικά της και προσπάθησα να διαβάσω μέσα από κείνα την
ψυχή της. «Η κακομοίρα η θεία Ρέτω, είπα μέσα μου, τι της έκρυβε η τύχη! Τι
δάκρυα έχουν χύσει αυτά τα μάτια!»
- Οι
πληγές μου στάζουν ακόμη πίκρα και τα μάτια μου δάκρυα, μου είπε εκείνη,
μεταξύ των άλλων. Αχ, τι μου τον έκαναν τον Οδυσσέα! Εκείνες οι
σφαίρες τρύπησαν την καρδιά μου και την έκαναν κομμάτια. Αλλά τι να
΄κανα; Τέτοιος καιρός ήταν. Έτρωγα τον εαυτόν μου κι έκρυβα το
πικρό και καυτερό δάκρυ μου. Δούλευα κι έκλαιγα.
Έσταζε το δάκρυ στο χώμα
κι εγώ η άμοιρη το σκέπαζα μη μου το ‘βλεπαν και τότε... Τη
θυμάσαι εκείνη την τρομερή μέρα; Λέγε! Τι θυμάσαι;
Και
η μνήμη μου έτρεξε αμέσως πίσω, σ΄ εκείνο το πρωί της 5ης Ιανουαρίου του 1983.
Ήταν τρομερή νύχτα. Κάτω από την πανσέληνο «εκείνοι» προετοίμαζαν το έγκλημα.
Μες στο σκοτάδι της νύχτας τρόχιζαν τα μαχαίρια που θα ΄κοβαν το
νήμα της ζωής του Οδυσσέα, του γιου της. Νύχτα φορτωμένη με πυροβολισμούς, νύχτα
που σκότωνε όνειρα κι έπαιρνε ζωές, νύχτα που ράγιζε καρδιές κι έσπερνε
μίσος.
Που
να το' ξερε ο Οδυσσέας πως εκείνη τη νύχτα, όταν σχεδίαζε να κάνει
πραγματικότητα ένα όνειρο που από καιρό μεγάλωνε στην ψυχή του, θα σκοτώνονταν
και το όνειρό του, εκεί στα συρματοπλέγματα του Μπουρέτου, πάνω από τη Γλύνα; Που
να το ΄ξερε η μάνα του, η πονεμένη Αρετή, τι θα της έφερνε εκείνη η
ημέρα...
Δεν
είχε ξημερώσει ακόμα όταν, εκείνο το πρωί, της φώναξα: «Ω θεία Ρέτω, θεία
Ρέτω!» Ήταν μια τρομαγμένη φωνή, φωνή σπάνια, διαφορετική από
τις άλλες, φωνή που την έβγαζε από μέσα μου το προαίσθημα πως κάτι κακό
θα προμηνούσε. Είχε έρθει ο Μ. Γκέλιας, ο ινστρούκτορας, με σήκωσε και μου είπε
να πάω μαζί του. Η φωνή την έκανε να συνέλθει, να βρει την
αυτοσυγκράτηση και να μου απαντήσει: «Καλημέρα καρδιά μου! Τι συμβαίνει έτσι
πρωί πρωί;»
...Και σήμερα, και πάντα,
όσο να ζω, ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα που με τα πυρά της, με τις
ατελείωτες ριπές σκότωσαν το όνειρο του Οδυσσέα. Ένας στρατός εναντίον
ενός ονείρου! Ενός ονείρου που στις σκέψεις και στις καρδιές πολλών από
αυτούς που πυροβολούσαν και σκότωναν τον Οδυσσέα, μεγάλωνε σιγά σιγά. Το όνειρο
για έναν άλλο κόσμο, ελεύθερο και προοδευτικό.
Κουρασμένος
και λαβωμένος ο Οδυσσέας, έβγαλε το μαχαίρι ν΄ ανοίξει το μπουκάλι με
κονιάκ, κάτω απ΄ την πανσέληνο. Το μαχαίρι έλαμψε στο φως του φεγγαριού. Κάποιο μάτι σκοπευτή
το κάρφωσε και μια ριπή με δεκάδες σφαίρες τον θέρισε στην μέση τον κακόμοιρο.
Μα δεν έφτανε αυτό. Δεκάδες άλλα πυρά, και σκοτωμένος πια, άδειασαν ένας πίσω
τον άλλο οι ορκισμένοι φαντάροι για να πάρουν το παράσημο και καμιά άδεια
μερικών ημερών. Και οι φωτοβολίδες, γιορτάζοντας την μεγάλη
νίκη, έσκιζαν τον ουρανό.
Η
νύχτα γέννησε τον τρόμο και τον έδωσε στην ημέρα. Κι εκείνη τον κουβάλησε από
χωριό σε χωριό, δεμένο πίσω από τον υδραυλικό ενός ελκυστήρα..
Μα το όνειρο
δε σκοτώνεται ποτέ. Το όνειρο, αν ριζώσει, θα ανοίξει τις ρίζες του και θα
ξαπλωθεί σε χιλιάδες και εκατομμύρια καρδιές. Απεναντίας, τρομάρα
είχε πιάσει εκείνους που κυνηγούσαν τα όνειρα, που μιλούσαν δήθεν για φωτεινές
μέρες κι έσπερναν μαύρες.
Νόμιζαν
πως σβαρνίζοντας στους δρόμους το σκοτωμένο και κομματισμένο κορμί του
Οδυσσέα, θα σβάρνιζαν και κομμάτιαζαν το όνειρο της ελευθερίας, το όνειρο
για έναν ελεύθερο κόσμο, για την Ελλάδα μας.
Φώναζαν
εκείνοι του σιγκουρίμι στους πολίτες, στους ίδιους τους
φαντάρους, στους συγχωριανούς και χωριάτες των γύρω χωριών, όπου
περνούσαν το κομματιασμένο και λασπωμένο σώμα του, στους εργαζόμενους,
στα παιδιά του σχολείου, προσπαθώντας να μπάσουν το τρόμο:
- Τον
γνωρίζετε; Να αυτός εδώ θέλησε να περάσει τα σύνορα. Αλλά έτσι θα το πάθουν
όσοι... Δεν
τον γνώρισε ο φαντάρος Θ.Γ., συγχωριανός του Οδυσσέα. Και όμως, όταν του είπαν
και είδε κάτι τέτοιο τρομακτικό και πρωτοφανές, γύρισε απ΄ την άλλη
μεριά, έσκυψε το κεφάλι και κρυφοδάκρυσε.
Στους
Γιωργουτσάτες την έβγαλαν απ΄ το μαγαζί την Ευτυχία, σύζυγο του αδερφού του
Οδυσσέα, για να δει με τα μάτια της τον «εχθρό του λαού, της πατρίδας, τον
προδότη». Εκείνη έτρεμε ολόκληρη, μα βρήκε τη δύναμη να
κρατηθεί, να πνίξει τον πόνο. Γύρισε στο μαγαζί και έκλεισε την πόρτα,
τραβώντας τα μαλλιά της. Τι να της έλεγε της πικραμένης πεθεράς;
Πού και πως να τον έκλαιγε τον Οδυσσέα; Χωρίς λυγμούς, χωρίς φωνή, χωρίς
δάκρυα; Ήταν αδύνατο... Και
όταν τον περνούσαν τον Οδυσσέα, ο κόσμος έσκυβε το κεφάλι και
έκλεινε το στόμα. Μέσα στον καθένα ο τρόμος, που διαφήμιζαν «εκείνοι»,
έθρεφε το μίσος, το όνειρο της ελεύθερης ζωής μεγάλωνε... Μέσα
σε εκείνο το κατασπαραγμένο κορμί ζούσε ακόμα ένα όνειρο. Μέσα σ΄ εκείνα τα
μάτια που είχαν κλείσει πια, κρύβονταν η φωτογραφία του δολοφόνου. Πίσω από
εκείνο το μαύρο πρόσωπο, που είχε γίνει κομμάτια και ήταν δύσκολα να το
αναγνώριζες, ήταν το μαύρο πρόσωπο του καθεστώτος.
Και
η οδύσσεια του 18χρονου Οδυσσέα συνεχίζονταν. Σ΄ έναν κόσμο ολόκληρο.
Ώσπου
μια μέρα το όνειρό του και όλων μας βρήκε φτερά και πέταξε για τον
ελεύθερο κόσμο, για την μακρινή και τόσο κοντινή πατρίδα, την Ελλάδα μας, που
χρόνια ολόκληρα λαχταρούσε η ψυχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου