Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Σπύρος Λάμπρος: Έδωσε μάχες για τους Βλαχόφωνους Έλληνες!


Tου Δρος ΑΧΙΛΛΕΑ Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ, Ρωμανιστή – Βαλκανολόγου

*  Ο Σπυρίδων Λάμπρος με περισσή υπερηφάνεια και πιθανή μερικές φορές πρόθεση, η οποία δύσκολα γίνεται αντιληπτή, αποκαλύπτει την καταγωγή του: 

«Είναι αληθέστατον μεν ότι κατάγομαι εκ Καλαρρυτών, μικρού χωρίου, επί της παραμεθορίου γραμμής του Ελληνικού Βασιλείου, έναντι του επί οθωμανικού εδάφους Συρράκου, πατρίδος ενός εκ των εξοχωτάτων πολιτικών ανδρών της Ελλάδος, του Κωλέττη, και ενός εκ των μάλλον φημισμένων ημετέρων ποιητών, του Ζαλοκώστα, αυτού τούτου του Συρράκου μετά της τέως ρουμανικής άνευ μαθητών σχολής, αλλ' είνε ακόμη αληθέστερον ότι ο πάππος μου υπήρξεν έν εκ των θυμάτων του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και ότι ουδείς εκ των συμπατριωτών μου των Καλαρρυτών, ως ουδείς εκ των κατοίκων του Συρράκου και των λοιπών χωρίων των διεκδικουμένων ως αρουμανικών αναγνωρίζει ότι τυγχάνει άλλο τι ή γνησιώτατος  και αδιαφιλονείκητος Έλλην''. 

Πατέρας του Σπυρίδωνος είναι ο Παύλος Λάμπρος, ευυπόληπτος και πλούσιος Ελληνόβλαχος εγκατεστημένος στην Κέρκυρα, όπου την 8η Απριλίου 1851 γεννήθηκε ο Σπυρίδων. Χάρη δε στην πάντοτε άριστη υγεία του, στην οικογενειακή ευμάρεια, στην έμφυτη φιλομάθεια και στην ευδιάκριτη ευφυϊα του απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Ήδη το 1871 έχει περατώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και την 25η Ιουλίου 1873 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λειψίας, αλλά δεν επανήλθε αμέσως στην Ελλάδα επιδιώκοντας διεύρυνση των σπουδών στη Γερμανία. Πράγματι συνέχισε μεταδιδακτορικές σπουδές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Εκεί επιδόθηκε στην ενδελεχή μελέτη των συγγραφών του ονομαστού Γερμανού Zinkeisen, ο οποίος πρώτος ήδη από το 1832 είχε ανατρέψει τον Jakob Ph. Fallmerayer. 

Η νέα θεώρηση της ιστορίας ώθησε ημεδαπούς και αλλοδαπούς ιστορικούς στην έρευνα του Ελληνισμού κατά τους μέσους αιώνες, ώστε επιστημονικά να τεκμηριώνεται η συνέχεια και η ενότητα, η οποία αποτελούσε κοινή συνείδηση των Ελλήνων και πανίσχυρο κίνητρο προς ανεξαρτησία και εθνική ολοκλήρωση, όπως έχει προκύψει από το έργο των Κ. Παπαρηγόπουλου, Παύλου Καρολίδη και άλλων, μεταξύ των οποίων διακρίνεται ο Σπ. Λάμπρος, που έχει ερευνήσει τις τύχες του Ελληνισμού ως ενιαίου, συγγράφοντας πεντακόσιες μελέτες, μικρές, μεγάλες, βιβλία ολόκληρα και μερικά πολύτομα. 

Τα δημοσιεύματα του, κατά το χρονικό διάστημα 1866-1917, ανέρχονται σε 479 και συμποσούνται περίπου σε 39 ογκώδεις τόμους. Επιπρόσθετα υπάρχει και το εγκριτότατο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων, του οποίου κυκλοφορήθηκαν 21 τόμοι, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες μελέτες του Σπ. Λάμπρου, και 17 τόμοι αποτελούν μεταφράσεις ιστορικών συγγραφών ξένων συναδέλφων του. Άξιες ιδιαίτερης μνείας συγγραφές του είναι η Ιστορία της Ελλάδος, ο ογκώδης κατάλογος των χειρογράφων του Αγίου Όρους, η δίτομη έκδοση του Μιχαήλ Ακομινάτου και οι δύο τόμοι των Παλαιολογείων. Επισημαίνονται επίσης ως εξαιρετικού ενδιαφέροντος και τα ακόλουθα: Λόγοι και Άρθρα (1878-1902), Μικταί Σελίδες (1905), Λόγοι και Αναμνήσεις εκ του Βορρά (1909), Ελευθέρια (1911). Εύλογα σημειώνει ο Ν. Σ. Δεπάστας ότι ''το συγγραφικόν του έργον εδημοσίευσεν ο Λάμπρος ιδίαις δαπάναις, της κρατικής προς αυτόν συνδρομής ούσης ανεπαρκεστάτης''. 

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1878 επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρχισε το διδακτικό έργο του ως υφηγητής της Ελληνικής Ιστορίας και της Παλαιογραφίας. Το 1887 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής στην έδρα της Γενικής Ιστορίας και μετά τριετία τακτικός ως το θάνατό του. Έχει διδάξει Ιστορία επί είκοσι εννέα πανεπιστημιακά έτη από 30.1.1887, ως καθηγητής του μαθήματος της Γενικής Ιστορίας. Πάντως οι συγγραφές του αναφέρονται κυρίως σε περιόδους, οι οποίες έως τότε ήσαν παραγνωρισμένες, συγκεκριμένα δε στους Μέσους και Νεώτερους Χρόνους. Ομολογουμένως το συγγραφικό έργο του υπήρξε σπουδαίο επιστημονικά και πολύτιμο εθνικά. Κατά δε τη διδακτική θητεία του τιμήθηκε δύο φορές ως πρύτανης (1904 και 1911-12) και εξίσου ως κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (1893-1894 και 1912-1913). Από την έρευνα, την οποία έκαμε στο Αρχείο Σπ. Λάμπρου ο καθηγητής Γερ. Γ. Ζώρας, διαπιστώθηκε ότι από πολλές Ακαδημίες διαφόρων χωρών εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος, συνάμα δε έτυχε και μεγάλων τιμητικών διακρίσεων, όπως και από την πατρίδα του Ελλάδα. 

Ο Σπ. Λάμπρος θαυμαζόταν αισθητότατα για την ευρύτατη γλωσσομάθεια. Ήταν γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της λατινικής, της γερμανικής, της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής, εφόδια, που του έδιναν μοναδικές δυνατότητες άνετης ερμηνείας των αρχαίων πηγών και κατάλληλης αξιοποιήσεως της ξένης γραμματείας. Ως συνομιλητής αποσπούσε απόλυτο σεβασμό και αμέριστη προσοχή, διότι ήταν καλοκάγαθος συζητητής, ήπιος, σεμνός, εύχαρις, πολιτισμένος. Διακρινόταν για την άκαμπτη πίστη στο ακατάλυτο της ιδέας, την αλύγιστη από τις αντιξοότητες ψυχή του, τη σωματική αντοχή του, την ασυναγώνιστη φιλοπονία, την υποδειγματική επιστημονικότητα, το σπάνιο τάλαντο της ρητορείας. Ως καθηγητής και ως ομιλητής διακινούσε αφειδώλευτα ενδιαφέρουσες γνώσεις, συντελούσε εκπληκτικά στην εξάπλωση της μορφώσεως και της τονώσεως του φρονήματος. Κυριολεκτικά εμψύχωνε το ακροατήριο. 
Αυτά άλλως τε συνέβαιναν σε καιρούς εθνικών δοκιμασιών. Ήταν δε ο καταλληλότερος. Διότι διαχρονικά είχε σπουδάσει τις δοκιμασίες και περιπέτειες των Ελλήνων στα πάμπολλα βιβλία, καθώς και στα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών της Ευρώπης και της Ανατολής. Δεν υπάρχει εκδήλωση του ελληνικού πολιτισμού, για την οποία δεν έγραψε ή δεν είχε ομιλήσει. Κατ' εξοχήν πρωτοστάτησε στην οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων και στην ίδρυση επιστημονικών, ερευνητικών και εθνικών ιδρυμάτων, όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, στον οποίο αφιερώνεται αυτοτελές λήμμα. Είχε πρωτόφαντη ευαισθησία για τον απανταχού Ελληνισμό, στην πλειονότητα τότε αλύτρωτο, Κυπριακό, Κρητικό, Αιγαιοπελαγίτικο, Μικρασιατικό, Θρακικό, Μακεδονικό, κατ' εξοχήν δε Ηπειρωτικό ως το βορειότερο Δυρράχιο, διεκδικούμενο και από Ρουμάνους!

Οι Βλάχοι της Βορ. Ηπείρου

Αληθινά Ρουμάνος διπλωματικός της ρουμανικής πρεσβείας στη Ρώμη, ο Ν. Burileanu, το 1904 επισκέφτηκε τους Βλάχους της Βορείου Ηπείρου, ακριβέστερα δε του Δυρραχίου, με αποκλειστικό σκοπό την αποκοπή τους από τον Ελληνισμό με την ευκαιρία της διαβόητης απογραφής του 1905 υπό τον αρνησίπατρι και αρνησίθρησκο Χιλμή-Πασά, τον άλλως επιλεγόμενο Χιλμέσκο λόγω της απροσχημάτιστης υπέρ της Ρουμανίας δραστηριότητάς του, με το αζημίωτο! 

Όμως οι Βορειοηπειρώτες Βλάχοι, οι καλούμενοι και Αρβανιτόβλαχοι, δεν εννοούν να ενδώσουν. Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Ι. Νικολαϊδου, σύμφωνα με αρχειακές πηγές: «οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, πιστοί στην ελληνική ιδέα, με σθένος απάντησαν ότι τίποτε το κοινό δεν συνέδεε τη Ρουμανία μ' αυτούς, οίτινες στερρώς εχόμενοι των πατρώων, δεν θα επιτρέψωσι σκάνδαλα και ζιζάνια και ότι αι υποσχέσεις αυτού περί ιδρύσεως σχολής με πολλάς γλώσσας, και Εκκλησίας μεγαλοπρεπούς και προστασίας ισχυράς υπό την αιγίδα της Ρουμανίας, σκοπούσης, ως είπε, να συστήση και Προξενείον εν Δυρραχίω, δεν δύναται να μειώσωσι την απεριόριστον αγάπην των προς την Ελλάδα. Πρόσθεσαν επίσης πως κάθε απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα ή άλλα μέσα θα ναυαγούσε, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Ακόμη και αυτή η βία αν χρησιμοποιόταν από τους βέηδες της περιοχής, όπως είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, ύστερα από συμφωνία των βέηδων με τη ρουμανική κυβέρνηση, δεν θα απέδιδε».

Εξάλλου ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης V. Berard αναφερόμενος στον Ελληνισμό του Δυρραχίου βεβαιώνει: «Σε όλα τα υπαίθρια καφενεία μιλούν ελληνικά. Το Δυρράχιο ήταν το φυσικό τους (των Κουτσοβλάχων) λιμάνι για τις σχέσεις με τον Αγκώνα, τη Ραγούζα ή τη Βενετία». Σε άλλο σημείο της συγγραφής του αποκαλύπτει και τα εξής: «Η βλάχικη συνοικία του Ελβασάν, όπως και η άλλη του Πεκίνι, σημειώνει κι αυτή ένα σταθμό στο μεγάλο εμπορικό δρόμο των Βλάχων από την Πίνδο στο Δυρράχιο. Οι Βλάχοι αυτοί έχουν δική τους εκκλησία, τη δική τους γλώσσα και τα δικά τους σχολεία [..]. Ελληνικός ο κλήρος τους, ελληνική η λειτουργία τους [...]».

Ρουμανικές διεκδικήσεις

Ωστόσο, παρά την παταγώδη αποτυχία στο εγχείρημά του ο Burileanu επανεμφανίσθηκε το 1912 προβάλλοντας τις ρουμανικές διεκδικήσεις και στο ιταλικό κοινό με ιταλόγλωσσο δημοσίευμα, επιγραφόμενο οι Ρουμάνοι της Αλβανίας. Αλλά αυτή τη φορά έχει αντιμέτωπο τον Ελληνόβλαχο Σπυρίδων Λάμπρο, ο οποίος με ιταλόγλωσσο επίσης άρθρο αντικρούει την προπαγάνδα της Ρουμανίας και των μισθωτών πρακτόρων της, στους οποίους συγκαταλέγει και τον G. Weigand ονομαστικά: «ο Ρουμάνος ούτος περιηγητής του οποίου αι πληροφορίαι δέον να γίνωσι δεκταί μετά πάσης επιφυλάξεως (αι προκαλέσασαι την διαμαρτυρίαν και αυτών των αλβανοφίλων της Ιταλίας) ισχυρίζεται ότι της Μοσχοπόλεως οι κάτοικοι ''ελάχιστα γνωρίζουσι την ελληνικήν, τινές δε εξαυτών αγνοούσιν αυτήν τελείως''. Ενώ όμως παραδέχεται ότι τα τοπικά άσματα είναι ελληνικά, ο ρουμάνος ιεραπόστολος ελέγχεται ως μη δυνάμενος να αποκρύψη την αλήθειαν της αναμφισβητήτως ελληνικής συνειδήσεως εν μια εκ των χωρών ένθα οι την ρουμανικήν ιδέαν εξυπηρετούντες... εφαντάσθησαν ότι ανεύρον τον Ρουμάνον... υπό την επιδερμίδα του Κουτσοβλάχου, συγκατοικούντος μετά του Έλληνος εν αγαστή αρμονία, ενίοτε δε εν αφομοιώσει αμφοτέρων των γλωσσικών ιδιωμάτων, πάντοτε όμως εν αδιασπάστω ενότητι, εν τη ειλικρινεί της ελληνικής συνειδήσεως εμμονή». Παράλληλα, ο Σπ. Λάμπρος έσπευσε και στην υπεύθυνη και έγκυρη ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς και των λεγομένων αρμοδίων, δημοσιεύοντας άρθρο επιγραφόμενο Ηπειρωτικά!

Το ΕΛΙΑΜΕΠ

Παρά ταύτα, το επωνυμικά βαρύγδουπο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), επιχορηγούμενο κιόλας από το Ελληνικό Δημόσιο, σε συλλογική συγγραφή με τίτλο Ο Ελληνισμός της Αλβανίας, διαχωρίζει τους Ορθόδοξους της γειτονικής χώρας στις επόμενες τέσσερις εθνότητες: Βλαχική, Αλβανική, Ελληνική, Σλαβική, αγνοώντας μελέτημα επιγραφόμενο Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας, Ιωάννινα 1994, ταυτόχρονα δε αυτοτελώς και στην αλβανική γλώσσα με χορηγό τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο. 
Εξίσου περιεργότατα διαπράχθηκε ασύγγνωστο λάθος και κατά το τρέχον έτος, 2012! Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού με διαδικτυακό κείμενο, επιγραφόμενο «Οι ελληνικές παροικίες στην Ουγγαρία» παραπληροφορεί γράφοντας πρωτοσέλιδα τα εξής παντελώς ανεπιστημονικά και εθνικώς απαράδεκτα: «Υπό τον όρο Έλληνες εννοούνται και στην Ουγγαρία -όπως και στη Βιέννη- όχι μόνο οι Έλληνες στο γένος, αλλά και οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι λαοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή οι Μακεδονοβλάχοι, Σέρβοι και Βούλγαροι...»!

Τι λένε οι ακαδημαϊκοί

Από έρευνα του Σπ. Λάμπρου συνάγεται ότι οι Βλάχοι της Αυστρίας και Ουγγαρίας «..συναποτελούν μέλος της ελληνικής οικογενείας αδιαίρετον εν τε ταις πατρίσι και εν τη ξένη». Το πόρισμα της έρευνας Λάμπρου επιδοκιμάζεται από Ρουμάνους ακαδημαϊκούς. Κατά τον I. Coteanu οι απόδημοι Βλάχοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι ανήκουν στον ίδιο λαό με τους Ρουμάνους. Ο δε C. C. Giurescu τονίζει ότι για τον ρουμανικό λαό Κουτσόβλαχος σημαίνει Έλληνας. Ενωρίτερα ο  N. Iorga σε αρχειοδιφικό  δημοσίευμα, επιγραφόμενο Note Polone ανακοινώνει ότι οι απόδημοι Βλάχοι στην Πολωνία δηλώνουν στις τοπικές αρχές Graecus! 
Εξάλλου, στον δωδέκατο τόμο της συγγραφής Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, ο οποίος κυκλοφορείται και αυτοτελώς επιγραφόμενος Οι Έλληνες, ο συγγραφέας Κων. Μ. Κούμας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Βιέννης και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου, απέδειξε ότι οι Βλάχοι είναι «Έλληνες το γένος». Προσθέτει δε και τα εξής: «Συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γκραικούς ως Γκραικοί και δεν δείχνουν ούτ' εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν διαφοράν προς αλλήλους, καθώς τω όντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι». 
Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου, «...στον χώρο της ελληνικής επιστημονικής έρευνας τη θέση αυτή, που διατύπωσε πρώτος ο Κων. Κούμας.., υποστηρίζει σθεναρά κι ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος.. και επαναλαμβάνει με σοβαρά επιχειρήματα ο Λαζάρου.. και η Μαρία Νυσταζοπούλου». 

Ο Βακαλόπουλος το 1983 έχει συγγράψει και επίτομο μελέτημα επιγραφόμενο «Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδας», στο οποίο ασπάζεται όσα έγραψε ο Κούμας και όσα έχει ιστορήσει ο επί Ιστουνιανού καθηγητής του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως και διοικητής της βυζαντινής επαρχίας Ευρώπη, όπως τότε ονομαζόταν τα σημερινά Βαλκάνια, Ιωάννης Λυδός, δηλαδή ότι οι κάτοικοι της χερσονήσου του Αίμου, «αν και οι περισσότεροι ήσαν Έλληνες μιλούσαν τα λατινικά, προ πάντων οι δημόσιοι υπάλληλοι» ήσαν λατινόφωνοι ή και δίγλωσσοι. Ιδού και στο πρωτότυπο: «Νόμος αρχαίος ην πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δέ και ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν... τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, δια το τούς αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας». (Περί των αρχών, 261.68 Bonn)
Η προηγούμενη επιστημονικά πολύτιμη μαρτυρία έγινε πλέον αποδεκτή από την συντριπτική πλειονότητα των ειδικών επιστημόνων, Απ. Βακαλόπουλο. Κ. Βαβούσκο, Αντ. Μπουσμπούκη, Μιλτ. Χατζόπουλο, Bruno Helly, Miche Dubuisson, Eugene Lozovan, Cicerone Poghire. Οι δύο τελευταίοι είναι σύγχρονοί μας Ρουμάνοι.


(Αύριο η συνέχεια)

ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου