Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός μέσα από τη διαθήκη του


Ομιλία του Γενικού Γραμματέα του Κ.Δ.Σ. της ΣΦΕΒΑ Θωμά Γιαννιώτη κατά τη διάρκεια του μνημοσύνου για τον μακαριστό Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, στις 19 Δεκεμβρίου 2010, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πευκακίων.

(Του  Γ. Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δικηγόρου)

-Α-
Σε μια Ελλάδα που συνεχώς αλλοτριώνεται από τις μικρότητές της, αλλά και φτωχαίνει από τις απουσίες των μεγάλων είναι αναγκαία η απόδοση ευγνωμοσύνης στα πρόσωπά τους και επιβεβλημένος ο αναβαπτισμός στα ακατάλυτα και αιώνια πρότυπά τους. Και τούτο, ιδιαιτέρως τη σημερινή ημέρα, κατά την οποία ιερουργείται στον ιερό τούτο ναό το μυστήριο της θείας ευχαριστίας και η φθαρτότητα της γης συναντάται με την αιωνιότητα του ουρανού, η σκέψη μας στρέφεται οφειλετικώς σε εκείνους που «έφυγαν» από τον κόσμο αυτό, τους «εν πίστει αναπαυμένους»· σε εκείνους που το πέρασμά τους από τη γη άφησε βαθιά τα αποτυπώματά του στην Ιστορία· σε εκείνους που ενέπνεαν με τον λόγο και το παράδειγμά τους, μιλούσαν όμως και με τη σιωπή τους· σε εκείνους, τέλος, που ενέγραψαν τον Χριστό στα δίπτυχα των ψυχών, καθώς ζούσαν διαρκώς μέσα στην αγιαστική χάρι και την ευλογία των μυστηρίων της Εκκλησίας, τα οποία και σφράγισαν το διαβατήριο της εξόδου τους από τη ματαιότητα των εγκοσμίων πραγμάτων.

-Β-
            Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός υπήρξε μία τέτοια προσωπικότητα, που αναβίβασε σε ιδανικά ύψη την αρχιερωσύνη, «αναδειχθείς, εν τέλει, άξιος - σέμνωμα, αληθώς, και αγλάϊσμα της Εκκλησίας και του Έθνους». Για αυτό, όταν στις 06:35 το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου 1994 άφησε την τελευταία του πνοή στο δωμάτιο 42 της Α´ πτέρυγας της παθολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου των Ιωαννίνων, η στρατευόμενη Εκκλησία έγινε φτωχότερη. Ο ίδιος όμως έσπασε τους φραγμούς της επιγειότητας, του «νυν» και του τώρα και πέρασε στη σφαίρα της αιωνιότητας, του «αει» και του πάντα· ξέφυγε από τη μιζέρια και τη μικρότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων και εισήλθε στην απεραντοσύνη των θεϊκών αγαθών και απολαύσεων· ξεπέρασε τα πεπερασμένα όρια της χρονικότητας και ελεύθερος πια από τα δεσμά της πεπτωκυϊας ανθρωπίνης φύσεως και τη στενότητα της ανθρωπίνης λογικής απολαμβάνει τώρα την παραδεισένια χαρά της θεϊκής παρουσίας.      

-Γ-
            Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός, κατά κόσμον Σωτήριος [Οικονομίδης], γεννήθηκε το 1922 στα Καλογρηανά Καρδίτσας. Από μικρό παιδί αναγνωρίζει μέσα του τα ίχνη της θεϊκής κλήσεως, για αυτό φοιτά στο τότε ιεροδιδασκαλείο Κορίνθου, ανακηρύσσεται δε πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Δεκέμβριο 1949. Στις 30 Αυγούστου 1956 ο ήδη μοναχός Σεβαστιανός δέχεται τη χάρι του μυστηρίου της ιεροσύνης από τον μακαριστό Μητροπολίτη τότε Λήμνου [μετέπειτα Τρίκκης και Σταγών] Διονύσιο [Χαραλάμπους]. Ως ιεροκήρυκας στην πόλη των Ιωαννίνων, εκτός από τα καθαυτό καθήκοντά του, διδάσκει επί δεκαετία θεολογικά μαθήματα στο κατώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο της Βελλάς, καθώς και το μάθημα της Θρησκειολογίας και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Τον Ιούνιο 1967 εκλέγεται, παρά τη θέλησή του, Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης.

-Δ-
            Είναι γεγονός ότι για τον πολύκλαυστο Ιεράρχη Σεβαστιανό έχουν γραφτεί πολλά και ειπωθεί ακόμα περισσότερα από πολλούς, ιδιαιτέρως από όλους εκείνους που αφουγκράστηκαν την ανάσα της ποιμαντικής του αγωνίας και ακολούθησαν ταπεινά και αθόρυβα τον βηματισμό της αρχιεραρατικής του πορείας. Για αυτό, σκέφθηκα ότι θα ήταν σήμερα προτιμότερο να αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει· όχι όμως μέσα από τα κείμενα των πολυάριθμων ομιλιών, εγκυκλίων και συνεντεύξεων του, αλλά μέσα από το κείμενο της περιλάλητης διαθήκης του, που αποτελεί την έκφραση της τελευταίας βουλήσεώς του.
Έτσι, το ζεστό πρωινό της 27ης Αυγούστου 1994, ο μακαριστός Ιεράρχης, νοιώθοντας να πλησιάζει η ώρα της εξόδου του από τον κόσμο αυτό, συντάσσει «ιδίαις χερσί» τη σύντομη διαθήκη του, η οποία αποτελεί ψηλαφητή απόδειξη της αγιότητας του βίου του και της βαθιάς πνευματικότητας που ήταν χαραγμένη σε κάθε έκφρασή του, τη μαρτυρία δε  αυτής της αγίας ζωής κατέθεσε με το πέρασμά του σε αυτόν τον κόσμο και άφησε σαν αίσθηση από τότε που σφράγισε τα μάτια του. Στο λιτό και απέριττο κείμενο που έγραψε ο Σεβαστιανός αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων βεβαίως, το ανύστακτο και διαρκές ενδιαφέρον του για τους Βορειοηπειρώτες, καθώς και η εκούσια πτωχεία και ακτημοσύνη του.

-Ε-
Γράφει ο αοίδιμος Ιεράρχης: «…στ) τι δε να είπω δια τους προσφιλείς μου αδελφούς και πονεμένους Βορ/τες, τους οποίους τόσο πολύ ηγάπησα και ηγωνίσθην με όλες μου τις δυνάμεις, δια τα δικαιώματά τους; Λυπούμαι μόνον πικρά, διότι το επίσημον κράτος δεν έδειξε το αρμόζον ενδιαφέρον, οπότε τα πράγματα θα ήσαν σήμερα πολύ καλύτερα εις την πολυπαθή Β. Ήπειρον».
Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός έχει εγγραφεί στην εκκλησιαστική συνείδηση ως εκείνος που ανάστησε το βορ/κό ζήτημα και εξ αυτού του λόγου δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο «σηματωρός και κήρυκας των δικαιωμάτων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού». Καθ’ όλο το διάστημα της επισκοπικής του διακονίας αγωνίστηκε να αποδειχθεί συνεπής στην υπόσχεση που είχε δώσει ήδη από τις 29 Ιουνίου 1967 στον ενθρονιστήριο λόγο του: «Κατά την στιγμήν αυτήν, καθ’ ήν  το πρώτον ανέρχομαι εις τον θρόνον τούτον, στρέφεται ο νους μου προς τους αλυτρώτους αδελφούς της Βορείου Ηπείρου, τους στενάζοντας υπό τον ζυγόν της πικράς δουλείας, δια να τους διαβεβαιώσωμεν, ότι όχι μόνον αι προσευχαί μας θα τους συνοδεύουν καθημερινώς, αλλά και πάν το δυνατόν θα πράξωμεν, όπως λυτρωθούν των δεσμών της δουλείας και επανέλθουν εις τους κόλπους της Μητρός Ελλάδος».
 Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο αείμνηστος Ιεράρχης διαμόρφωσε για τρεις σχεδόν δεκαετίες την Ιστορία του βορ/κού ζητήματος. Αντλώντας νομιμοποίηση από το γεγονός ότι ένα τμήμα της μητροπολιτικής του επαρχίας στέναζε κάτω από τον ζυγό της θρησκευτικής ανελευθερίας, καθώς από τον Νοέμβριο του 1967 ο Εμβέρ Χότζα απαγόρευσε την ελεύθερη έφραση της θρησκευτικής συνειδήσεως, θεώρησε χρέος οφειλετικό και καθήκον ιερό να μην κλειστεί στο καβούκι της ένοχης σιωπής και της εφάμαρτης συγκάλυψης, αλλά να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας και να μεταφέρει όπου γης το δράμα και το κλάμα των αδελφών της Β. Ηπείρου. Προς τον σκοπό αυτόν, έκανε εκατοντάδες ομιλίες απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας, φτάνοντας μέχρι και το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής· έγραψε σχετικά βιβλία, εξέδωσε εγκυκλίους και απέστειλε υπομνήματα προς κάθε κατεύθυνση· κάθε Φεβρουάριο, επ’ ευκαιρία της επετείου της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου το 1914, διοργάνωνε «τριήμερον πένθους και προσευχής», τον δε Δεκαπενταύγουστο τελούσε αγρυπνία στο μοναστήρι της Μολυβδοσκέπαστης, την οποία αφιέρωνε στα εθνικά μας θέματα· διοργάνωσε ογκώδη συλλαλητήρια στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες επαρχιακές πόλεις, ενώ το 1982 ίδρυσε τη Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, η οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα με άλλα βεβαίως μέσα τον αγώνα του.
Όπως ήταν φυσικό, ο δρόμος που διάλεξε να βαδίσει ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός δεν ήταν πάντοτε στρωμένος με τα ροδοπέταλα της ολοπρόθυμης αποδοχής ούτε βεβαίως συνοδευόταν οπωσδήποτε από τα χειροκροτήματα του ενθουσιασμού και τις επευφημίες του ακροατηρίου. Δεν έλειψαν έτσι οι απειλές και οι εκφοβισμοί, καθώς και οι αντιδράσεις κυρίως από εκείνους που προσπάθησαν να προσδώσουν κομματική ταυτότητα στον αγώνα του· που επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την αγνότητα των προθέσεών του και την ανιδιοτέλεια των κινήτρων του και επεδίωξαν να φορτώσουν με αδιέξοδα την πορεία του. Όμως, «η Δρυς ποτέ δε λύγισε σαν πέρναγαν τυφώνες […] ποτέ δεν έσκυψε στους κεραυνούς της λάσπης και του φόβου, μόνο τα χέρια ύψωνε και μύριζε ουρανός…» .

-ΣΤ-
            Ωστόσο, το κείμενο της διαθήκης μας αποκαλύπτει και έναν άλλο, λιγότερο ίσως γνωστό, Σεβαστιανό· εκείνον που είχε συντονίσει τη βιοτή του στη λογική του απολύτως απαραίτητου και του στοιχειωδώς αναγκαίου. Για αυτό και το επισκοπείο όπου διέμενε ήταν τόσο παλαιάς κατασκευής, που κάθε βήμα μας μέσα σε αυτό δοκίμαζε τα όρια της αντοχής του. Ουδόλως ξενίζει έτσι το γεγονός ότι ο αοίδιμος Ιεράρχης ομολογεί με τη διαθήκη του την εκούσια πτωχεία και ακτημοσύνη του:  
«… θ) Περιουσίαν ατομικήν κινητήν ή ακίνητην δεν έχω να αφήσω. Ούτε εκληρονόμησα, ούτε απέκτησα με την Ιερωσύνην μου. Ο,τι χρήματα ευρεθούν εις το γραφείον μου, γνωρίζουν οι στενοί μου συνεργάται ότι ανήκουν εις φιλανθρωπικούς σκοπούς».
Για του λόγου το αληθές, σας προσκαλώ να μεταφερθούμε νοερώς στην ακριτική Κόνιτσα, ένα παγερό απόγευμα της 17ης Δεκεμβρίου 1991. «Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός αφήνει το φτωχό γραφείο του, με τις παμπάλαιες καρέκλες και την ξυλόσομπα, πηγαίνοντας στον ραδιοσταθμό της Μητροπόλεως, που τον έφτιαξε με κόπους και θυσίες […]. Ενώ ο φλογερός Δεσπότης είναι στο στούντιο […] έξω χιονίζει. Τελειώνει την εκπομπή και, αφού εξετάζει και μερικά άλλα φλέγοντα ζητήματα με τους συνεργάτες του, ανοίγει την πόρτα για να φύγει. Βλέποντας το χιόνι, σταματάει απότομα. Γυρίζει πίσω και κάθεται σε καρέκλα, όπου μένει σκεπτικός για αρκετή ώρα, χωρίς να μιλάει. Ένας συνεργάτης του νοιώθει την ανάγκη να τον ρωτήσει τι συμβαίνει και δεν φεύγει. Τότε ο ασκητικός Δεσπότης, του απαντάει: - «Ειδοποιήσατε, παρακαλώ, αν είναι εύκολο κάποιον να έλθει με αυτοκίνητο για να με πάρει, γιατί είναι αδύνατον να περπατήσω μέσα στο χιόνι». Την αιτία που δεν μπορεί να βαδίσει στον χιονισμένο δρόμο δύσκολα την φαντάζεται κάποιος. Οι σόλες των παπουτσιών του είναι γεμάτες τρύπες. Μάλιστα, από τα χέρια του περνούσαν εκατομμύρια για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όμως τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του, και τον μισθό του τον διέθετε για τους άλλους».

-Ζ-
Απαλλαγμένος πλέον από τις ανάγκες της ανθρωπίνης φύσεως και τη συμβατικότητα που αυτές επιβάλλουν ο αείμνηστος Ιεράρχης Σεβαστιανός αναπαύεται στα αγιασμένα χώματα της Μολυβδοσκέπαστης, μέσα σε ένα λιτό και απέριττο μνήμα –την τελευταία επί της γης κατοικία του. Θαρρείς και έχασε τη μάχη με το αδυσώπητο· λες και υποτάχθηκε στην άφευκτη μοίρα των θνητών. Όμως εκείνος, κέρδισε την αιωνιότητα. Εκπληρώθηκε έτσι η τελευταία επιθυμία του, που ήταν συγχρόνως παράκληση και ικεσία, με την οποία κατακλείνει τη διαθήκη του: «Και τώρα, Συ Κύριέ μου, τον οποίον, παρά την εν γένει αμαρτωλότητά μου, Σε ηγάπησα, Γενού Ίλεως εις την αμαρτωλήν μου ψυχήν και αξίωσόν με μετά του ευγνώμονος ληστού της επουρανίου σου Βασιλείας». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φωνή του εισακούστηκε και βρήκε παρρησία ενώπιον του Θεού, αλλά και κατάλυμα διαμονής στα φωτοπάλατα του ουρανού. Για αυτό, «δεν πέθανε […] ζει και βασιλεύει εκεί για πάντα, ο μέγας Ιεράρχης. Των πονεμένων ο Πατέρας, ο Σεβαστιανός». 

2 σχόλια:

  1. Σεβαστιανού του Σεβασμιοτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου, της Αγιοτάτης Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Υπερτίμου και Εξάρχου πάσης Βορείου Ηπείρου, ημών δε Πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Την αγιότητα στο πρόσωπό του που σχημάτισα από την πρώτη στιγμή που τον είδα στην εκκλησία, δε θα ξεχάσω ποτέ , πονεμένε μας Πατέρα!
    Μακαριάδης Κώστας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή