-του Κώστα Στέργιου-
Εδώ που σ’ έφερε ο Θεός λογαριασμό θα δώσεις.
Τα εγκλήματα που έκανες εδώ θα τα πληρώσεις.
Για πες μας τώρα αμαρτωλέ, πως άρχισες τους φόνους;
Σκότωνες και τυραννούσες χωρίς ανθρωπιά και τύψεις.
-Απ’ τον γαμπρό μου άρχισα, της δόλιας αδελφής μου,
τον ‘πιάσαν, τον σκότωσαν με διαταγή δική μου.
Την Αλβανία έκαμα μια φυλακή μεγάλη,
Ολημερίς δουλεύανε, ας σήκωναν κεφάλι…
Τους πλούσιους τους έπιασα, τους πήρα τα λεφτά τους,
Τους έχωσα στη φυλακή, του κήρυξα κουλάκους.
Και οι φτωχοί νομίσανε θα τσέκανα πασάδες
Και ήρθαν όλοι πίσω μου, τους έκανα ραγιάδες.
Κοοπερατίβες έκανα, τους πήρα τα χωράφια,
Ξυπόλητοι και νηστικοί ανοίγανε χαντάκια.
Ξεδιάλεγα και μερικούς, έστελνα στα σχολεία,
Τους έκανα κομμουνιστές, τους είχα εργαλεία.
«Κολάκι» και Τούρκος σαν ήμουνα, είχα την πονηριά
«το διαίρει και βασίλευε», το είχα στην καρδιά!
Τ’ «αγγελικό» μου πρόσωπο με έκρυβε καλά.
Καθάριζα κομμουνιστές που είχαν μεγαλίκια,
Τις διαταγές μου άκουγαν και ‘τρέμαν σαν ποντίκια.
Στην κόλαση που βρίσκεσαι ποιον έχεις συντροφιά;
-Τον Μουσολίνι, Χίτλερ και τον Αλί Πασιά.
Όλους τους συνεργάτες σου, παμπόνηρε Ενβέρι
Εσύ τους εξαφάνισες με το δικό σου χέρι.
-Δεν είχα μπέσα στην καρδιά τους έβλεπα με μίσος
και τους συντρόφους έτρωγα σαν πεινασμένος λύκος.
Εγώ δεν πίστευα Θεό, ούτε καμιά θρησκεία,
Και τα βακούφια γκρέμισα σ’ όλη την Αλβανία.
Τον πόλεμο τον ταξικό άρχισα στα χωριά σας,
Έναν τον άλλον έβαζα να βγάζουνε τα μάτια.
Σκοτώνοντας την πέρασα την άθλια την ζωή μου,
Δεν ήξερε τι έκανε η βάρβαρη ψυχή μου.
Μήπως με βλέπεις, «φίλε» μου με τα χέρια δεμένα;
Έχω σε σας πάρα πολλούς δουλεύουνε για μένα ….
Και δε με πείραξαν τόσο της κόλασης τα καζάνια,
Όσο όταν έμαθα πως ‘πέσαν τα «ατσάλινα ζωνάρια»
Που με δόλια μαεστρία είχα ζώσει την Αλβανία!
Εδώ που σ’ έφερε ο Θεός λογαριασμό θα δώσεις.
Τα εγκλήματα που έκανες εδώ θα τα πληρώσεις.
Για πες μας τώρα αμαρτωλέ, πως άρχισες τους φόνους;
Σκότωνες και τυραννούσες χωρίς ανθρωπιά και τύψεις.
-Απ’ τον γαμπρό μου άρχισα, της δόλιας αδελφής μου,
τον ‘πιάσαν, τον σκότωσαν με διαταγή δική μου.
Την Αλβανία έκαμα μια φυλακή μεγάλη,
Ολημερίς δουλεύανε, ας σήκωναν κεφάλι…
Τους πλούσιους τους έπιασα, τους πήρα τα λεφτά τους,
Τους έχωσα στη φυλακή, του κήρυξα κουλάκους.
Και οι φτωχοί νομίσανε θα τσέκανα πασάδες
Και ήρθαν όλοι πίσω μου, τους έκανα ραγιάδες.
Κοοπερατίβες έκανα, τους πήρα τα χωράφια,
Ξυπόλητοι και νηστικοί ανοίγανε χαντάκια.
Ξεδιάλεγα και μερικούς, έστελνα στα σχολεία,
Τους έκανα κομμουνιστές, τους είχα εργαλεία.
«Κολάκι» και Τούρκος σαν ήμουνα, είχα την πονηριά
«το διαίρει και βασίλευε», το είχα στην καρδιά!
Τ’ «αγγελικό» μου πρόσωπο με έκρυβε καλά.
Καθάριζα κομμουνιστές που είχαν μεγαλίκια,
Τις διαταγές μου άκουγαν και ‘τρέμαν σαν ποντίκια.
Στην κόλαση που βρίσκεσαι ποιον έχεις συντροφιά;
-Τον Μουσολίνι, Χίτλερ και τον Αλί Πασιά.
Όλους τους συνεργάτες σου, παμπόνηρε Ενβέρι
Εσύ τους εξαφάνισες με το δικό σου χέρι.
-Δεν είχα μπέσα στην καρδιά τους έβλεπα με μίσος
και τους συντρόφους έτρωγα σαν πεινασμένος λύκος.
Εγώ δεν πίστευα Θεό, ούτε καμιά θρησκεία,
Και τα βακούφια γκρέμισα σ’ όλη την Αλβανία.
Τον πόλεμο τον ταξικό άρχισα στα χωριά σας,
Έναν τον άλλον έβαζα να βγάζουνε τα μάτια.
Σκοτώνοντας την πέρασα την άθλια την ζωή μου,
Δεν ήξερε τι έκανε η βάρβαρη ψυχή μου.
Μήπως με βλέπεις, «φίλε» μου με τα χέρια δεμένα;
Έχω σε σας πάρα πολλούς δουλεύουνε για μένα ….
Και δε με πείραξαν τόσο της κόλασης τα καζάνια,
Όσο όταν έμαθα πως ‘πέσαν τα «ατσάλινα ζωνάρια»
Που με δόλια μαεστρία είχα ζώσει την Αλβανία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου