Ανάμεσα της εθνικής οδού Δέλβινο - Μουζίνα - Αργυρόκαστρο, στην αγκαλιά του Πλατοβουνίου, σε υψόμετρο 280μ. ο ταξιδιώτης θα συναντήσει το Γαρδικάκι, όπου εντάσσεται στην επαρχία του Μεσοποτάμου. Από ΒΔ, βόρειο και έως ΒΑ συνορεύει με την κορυφογραμμή του Πλατοβουνίου. Ανατολικά και ΝΑ με το χωριό Πέτσα. Δυτικά, με τη Μονή της Κάμενας -Κακοδίκι, ΝΔ και Ν με το χωριό Σιρακάτι.
Οι εκδοχές προέλευσης του ονόματός του είναι δύο:
Η πρώτη εκδοχή: Η μόνη επίγεια οδός, μετακίνησης και επικοινωνίας, που συνδέει τις ακτές του Ιόνιου (το λιμάνι Αγ. Σαράντα) με την ενδοχώρα, το Αργυρόκαστρο, Ιωάννινα κλπ. μέχρι τη δεκαετία του 1970, περνούσε στο Γαρδικάκι. Η ανάγκη προστασίας της διάβασης από τις απειλές βαρβάρων ανάγκασε τους Ρωμαίους ηγεμόνες να χτίσουν κάστρα ως φρουρά σε επιλεγμένες θέσεις της διάβασης. Δάνεισε το λατινικό όνομα Gard-hiq (Γαρδίκ-ι), που σημαίνει φρουρά. Στους επόμενους αιώνες, το υποκοριστικό του μετατρέπεται από Γαρδίκι σε Γαρδικάκι.
Η δεύτερη εκδοχή: Η επωνυμία Γαρδικάκι, προέρχεται από τη ρίζα ΓΡΑΔ-πόλη, με αναγραμματισμό έγινε ΓΑΡΔ και με την κατάληξη ΙΚ έγινε ΓΑΡΔΙΚ παίρνοντας όπως και την κατάληξη σμίκρυνσης, η λέξη έγινε ΓΑΡΔΙΚΑΚΙ που σημαίνει πολίχνη.
Το τοπωνύμιο Γαρδικάκι για πρώτη φορά το βρίσκουμε το 1062, σε έγγραφο που λέει: «Το μοναστήρι της Κάμενας κτίστηκε το 1062. Το σύνορο των περιουσίων του μοναστηριού περνάει στο Nερούτσικο και ανηφορεί ευθεία στο βουνό Κόπρος, σύνορο με το χωριό Γαρδικάκι».
Το Γαρδικάκι κατοικείται από πληθυσμό ελληνικής καταγωγής.
Η απογραφή του 1431, πρώτη μετά την εισβολή από τους Τούρκους, εμφανίζει το Γαρδικάκι με 29 χανέδες (νοικοκυριά). Ενώ στην απογραφή του έτους 1581-82, το χωριό παρουσιάζεται με 265 οικογενειάρχες και με βάση του καταβληθέντος φόρου, εμφανίζεται τρίτος πλουσιότερος οικισμός στην περιοχή μετά την Καμενίτσα και Δρόβιανη.
Το 1852 είχε 25 σπίτια. Το 1898 αριθμούσε 250 κατοίκους. Το 1913 είχε 230 κατοίκους ενώ το 1927 είχε 268 κατοίκους.
Η λειτουργία του σχολείου το 1662, (το άνοιγμα ανήκει πριν) αποτελεί ιστορικό επίτευγμα για το Γαρδικάκι και, αν συγκριθεί με το άνοιγμα του πρώτου σχολείου ελληνικής γλώσσας, ένδεκα χρόνια αργότερα, το 1633, στην πόλη του Αργυρόκαστρου, είναι αξιοζήλευτο. Το κτίριο του σχολειού μέχρι το 1943, που κάηκε από τον ιταλικό στρατό, ήταν στη κάτω συνοικία, σε ιδιοκτησία της Μονής, άνω της οδού που διασχίζει από τον Λάκκο του Τέλη προς τον Αϊ Θανάση.
Στα χρόνια της Βασιλείας του Ζώγκου το σχολείο αλβανοποιήθηκε. Το 1922, ο τότε δημογέροντας ζήτησε να διορισθεί δάσκαλος ελληνικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο του χωριού. «Το αιτημάτων χωρίων Γαρδικάκι, δεν γίνεται δεκτό», ήταν η απάντηση της Περιφέρειας.
Λειτούργησε ελληνικά με το Δικαστήριο της Χάγης μέχρι το 1994, κάτω από τη βία μίας παράλογης απόφασης από την κυβέρνηση Μέξι, η εκμάθηση σε ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε, μετατρέποντάς το σε αλβανικό σχολείο. Από εκείνη τη στιγμή το σχολείο έπαψε να λειτουργεί.
Σκοπός ήταν ν’ αλβανοποιήσουν καθετί το ελληνικό. Και το ίδιο το χωριό το 1927 το ''βάφτισαν'' Κërthias και έως το 1944 επίσημα το καλούσαν Κërthias. Στην εκστρατεία αλβανοποίησης δεν απόφυγε ούτε η ονοματολογία οδών και πλατειών. Έτσι έναν δρόμο του χωριού τον "βάφτισαν" ''Gjirokaster'', τον αυτοκινητόδρομο Δέλβινο- Αργυρόκαστρο, ''Ismail Qemali''κλπ. Ποια ήταν η σχέση του Κεμάλ με το Γαρδικάκι και γιατί η οδός ενός χωριού με ελληνικό ορθόδοξο πληθυσμό τη "βάφτισαν" με το όνομά ενός μουσουλμάνου, που δεν είχε καμία σχέση με την ιστορική παράδοση του ελληνικού έθνους, είναι κατανοητό. Τα παραπάνω γεγονότα και οι μόνιμες προσπάθειες για την παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας, ξετυλίγουν το εθνικιστικό ανθελληνικό σχέδιο, που έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των προσπαθειών για την υφαρπαγή τη γης, λιβαδιών και δασών, περιουσία των Ελλήνων, με στόχο την εκμετάλλευση της περιοχής και την εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου από τα πατρογονικά εδάφη.
Tο Γαρδικάκι στο πέρασμα των αιώνων έχει υποφέρει τις καταστροφικές συνέπειες. Απόδειξη είναι τα ερείπια των κτιρίων που υπάρχουν σε διάφορα σημεία του χωριού όπως στην Αγριοκερασιά, Μπουζουκάτες, Αϊ Δημήτρη, Αϊ Νικόλα, Παλιόκαστρο, Παλιάμπελα, Καρανάσιου κλπ.
Τα ερείπια των Ναών του Αϊ Μηνά, Αϊ Θανάση, Αϊ Δημήτρη, Αϊ Νικόλα κλπ.
Τα αρχαία κοιμητήρια πλησίον των ναών του Αϊ Δημήτρη, Αϊ Νικόλα, Αϊ Γιώργη, Αϊ Μηνά, Αγία Παρασκευής, εκκλησίας της Παναγιάς και Ταξιάρχη Μιχαήλ.
Τα απομεινάρια από της δύο πλευρές κατά το μήκος των αρχαίων πλακόστρωτων σκαλών.
Τα ίχνη και απομεινάρια της ιστορικής αμαξιτής οδού.
Τα απομεινάρια των επτά νερόμυλων.
Τα απομεινάρια ενός κεραμικού αγωγού που έφερνε πόσιμο νερό στη Μονή από τη πηγή Σοπωτός.
Τα απομεινάρια των κεραμικών σωληνάριων του Μπρίζου κλπ
Τα παραπάνω τεκμήρια αποδεικνύουν όχι μόνο την ύπαρξη εδώ ενός αρχαίου οικισμού, αλλά και ανακαλύπτουν το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, τον πολιτισμό και την θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων, φωτίζοντας την ιστορία του τόπου.
Το Γαρδικάκι το 1919 ληστεύτηκε από μια συμμορία που κατέβηκε από τα ορεινά μέρη της Νοτίου Αλβανίας. Οι Γαρδικακιώτες αντέδρασαν κατά τη φασιστική κατοχή, αγκάλιασαν τον Ελληνικό Στρατό και τους βοήθησαν με όλα τα μέσα.
Ως εκδίκηση ο Ιταλικός Στρατός στις 17.09.1943, όταν διάβαινε για τους Άγιους Σαράντα, με βαρβαρότητα έκαψε, σπίτια, εκκλησίες, το σχολείο και ό,τι ήταν όρθιο. Σκότωσε κι έναν ενενηντάχρονο γέροντα που μπόρεσε να βρει, ενώ οι κάτοικοι σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά. Κοντά στο χωριό κατά την περίοδο του Αντιστασιακού Αγώνα έγιναν σκληρές μάχες, όπου σκοτώθηκε κι ένας νεαρός, ο οποίος έχει κηρυχτεί μάρτυρας.
Το χωριό είναι γνωστό για την εκκλησία και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος και χρονολογείται κατά την περίοδο μετά το Βυζάντιο και φυλάσσεται ως Μνημείο Κουλτούρας από το αλβανικό κράτος.
Σήμερα στο χωριό υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό βλάχικου πληθυσμού, που εγκαταστάθηκε εδώ το 1959, λόγω της μετανάστευσης. Το 1986 εγκαταστάθηκε και μια μουσουλμανική οικογένεια. Πάρα πολλές οικογένειες από το Γαρδικάκι εγκαταστάθηκαν στο Δέλβινο, Άγιους Σαράντα, Αργυρόκαστρο, Φίερι, Λιούσνια, Βεράτι, Κουτσιόβα, Ελβασάνι, Δυρράχιο, Τίρανα και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ΗΠΑ κ.ά.
Το κυριότερο φάσμα της οικονομίας είναι η κτηνοτροφία και η δεντροκομία. Φημίζεται για την πλούσια πανίδα, ιδίως στα φαρμακευτικά φυτά όπως φασκόμηλο, τσάι κλπ.
Η ποικιλομορφία του τόπου, το πόσιμο νερό, το ήπιο μεσογειακό κλίμα, και η εδαφολογική και φυτογεωγραφική σύνθεση προσέφεραν και προσφέρουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γεωργίας, κτηνοτροφίας, μελισσοκομίας κλπ., προσφέρουν ευκαιρίες για απολαυστικές εκδρομές και διάφορες αθλητικές ασκήσεις στην πεζοπορία, ορειβασίας και κυνήγι.
Επιμέλεια: Φάνης Μπιλέρος
(από συνεργάτη μας στη Βόρειο Ήπειρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου