Γεννήθηκε το 1868 στην Άνω Λεσινίτσα της Βορείου Ηπείρου. Σε ηλικία 10 χρονών πήρε το δρόμο της ξενιτιάς κι έφτασε στο Δελβινάκι όπου έπιασε δουλειά σ’ έναν κάτση (υφαντουργό). Κατόρθωσε να πάρει υποτροφία για το «Ζωγράφειο» διδασκαλείο του Κεστορατίου, απ’ όπου βγαίνει δάσκαλος. Διορίζεται στο Λούκοβο και κατ’ αίτηση των κατοίκων χειροτονείται ιερέας στα 29 του.
Εδώ τον βρίσκει ο πόλεμος του 1897 όπου δένεται ολόψυχα ως συνωμότης, πράκτωρ, σύνδεσμος, άξιος στο ρόλο που έπαιξαν αφανής δάσκαλοι και ιερείς. Έμπαινε παντού, πολύτιμος συνεργάτης στο Κομιτάτο του Σπυρομήλιου και τους άλλους προύχοντες της Χιμάρας.
Υπηρέτησε ως ιερέας και διδάσκαλος σε πολλά χωριά και στον Αυτονομιακό Αγώνα βρίσκεται Ηγούμενος της Μονής Σπηλαίου. Με την απομάκρυνση του Βασιλείου, Μητροπολίτη Δρυινοπόλεως, ανέλαβε τοποτηρητής της Μητροπόλεως και στο ιταλοκρατούμενο Αργυρόκαστρο τόλμησε και ενταφίασε αγωνιστή Βορειοηπειρώτη, αφού έκαμε την εκφορά από τον καλιά (φρούριο) σκεπασμένο με ελληνικές σημαίες.
Με την ανοχή των Ιταλών, συνελήφθη από Αλβανούς λιάπηδες ληστές, μαζί με το γιο του, και κινδύνεψε η ζωή του. Υποσχέθηκε στους ακόρεστους ληστές διακόσια ναπολεόνια, αφήνοντας όμηρο το γιο του, βασιζόμενος στη λιάπικη φιλαργυρία. Σε δυο μέρες έστειλε τα λύτρα στους ληστές με το γαμπρό του, λέγοντάς τους πως ο παππάς έπαθε συγκοπή και πέθανε. Όταν, όμως, μαθεύτηκε η αλήθεια άρχισε το κυνηγητό από χωριό σε χωριό. Πέρασε ένα χειμώνα στο Αλύκο, υπό την προστασία του Καπετάν Θύμιο Λιώλη. Την άνοιξη, με τη βοήθεια του Θύμιου, πέρασε σε ελληνικό έδαφος κι έφθασε στην Αθήνα. Εκεί υπηρέτησε ως ιερέας σε πολλές ενορίες.
Από Αθήνα πηγαίνει Κων/πουλη και υπηρετεί στην Παναγία Βαλίνου στον Χριστό του Γαλατά και στον Άγιο Δημήτρη Ταταύλα. Μόλις σώζεται στην Μικρασιατική καταστροφή και μεταναστεύσει το 1924 στην Αμερική. Το 1937 επιστρέφει στη Βόρειο Ήπειρο. Κατά την κατοχή υπηρέτησε στην Αθήνα ως εφημέριος του Λαϊκού Νοσοκομείου, του Ορφανοτροφείου Βουλιαγμένης και του Αμαρουσίου, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες.
Το 1951 περνά ξανά τον Ατλαντικό, όπου ο αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ, του απονέμει τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη προς συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, παρακολουθεί και συμμετέχει σε εκκλησιαστικές συσκέψεις και εκδηλώσεις τη Πανορθοδόξου στη Ρόδο και στα Ιεροσόλυμα, όπου στην αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου από τον Πατριάρχη τιμήθηκε με τη θέση του Απόστολου Ανδρέα και τον Χρυσό Σταυρό.
Σε ηλικία 95 χρόνων έφυγε ξανά για την Αμερική και τον Νοέμβριο του 1967 έφυγε από τη ζωή. Κηδεύτηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων. Στην κηδεία του παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, συμπατριωτών, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αργυρόκαστρου Παντελεήμονα ο οποίος εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο γα την προσφορά του στην εκκλησία, την πατρίδα και τον συνάνθρωπο.
Ο παπα -Βασίλης Μικέλης υπήρξε ο σύγχρονος Παπαφλέσσας της Βορείου Ηπείρου και η προσωποποίηση του καλού και ευλογημένου εκπροσώπου του Θεού επί της γης. Μέχρι τα 98 του χρόνια έτρεχε με την ολόλευκη βιβλική γενειάδα του, τυλιγμένη στα φλογισμένα από πατριωτισμό και αγάπη για τον συνάνθρωπο ράσα του, να προσφέρει το θυμίαμα της ψυχής του και το αντίδωρο της μεγαλοσύνης της καρδιάς του.
(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου