12 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ.: Η Μάχη του Μαραθώνα
Η Μάχη του Μαραθώνα, που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.
Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης το 493 π.Χ. όπου οι ελληνικές πόλεις στα παράλια της Μικράς Ασίας εξεγέρθηκαν κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Πέρσης Βασιλιάς Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες.
Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε μια δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων.
Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στο μέγεθος του αθηναϊκού στρατού - από την άλλη, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος δηλώνουν ότι οι Αθηναίοι διέθεταν 9.000 οπλίτες (και άλλους χίλιους από τις Πλαταιές), αν και ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς.
Κατά τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 600 τριήρεις, ενώ κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Πέρσες διέθεταν από είκοσι με εκατό χιλιάδες άνδρες πεζικό και χίλιους ιππείς.
Ακόμα και αν οι Αθηναίοι συγκέντρωναν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες στο Μαραθώνα, η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν τουλάχιστον δύο προς ένα. Επιπλέον, αν τους συγκέντρωναν όλους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Αθήνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και μια πιθανή ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, καθώς δεν θα είχε στρατό για να αμυνθεί. Γι' αυτό οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών, όπου μπορούσαν να περιμένουν τους Σπαρτιάτες - αυτό θα δυσκόλευε τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα.
Οι Πέρσες είχαν κυρίως ελαφρύ πεζικό, το οποίο δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μετωπική επίθεση γι' αυτό οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και απρόθυμοι να επιτεθούν.
Η απόσταση μεταξύ των δύο στρατών ήταν λιγότερη από οκτώ στάδια (ή 1.5 χιλιόμετρο). Στο κέντρο της αθηναϊκής παράταξης βρίσκονταν στρατιώτες της Λεοντίδας φυλής (με αρχηγό τον Θεμιστοκλή) και της Αντιοχίδας φυλής (με αρχηγό τον Αριστείδη), οι οποίοι ήταν παραταγμένοι στις τάξεις των τεσσάρων, ενώ στα πλευρά βρίσκονταν οι υπόλοιπες φυλές και οι Πλαταιείς, οι οποίοι ήταν παραταγμένοι στις τάξεις των οκτώ.
Η μεγάλη συμβολή του Μιλτιάδη στη νίκη αυτή ήταν ότι ενίσχυσε τις πτέρυγες της αθηναϊκής παράταξης εις βάρος του κέντρου της, πράγμα που επέτρεψε την περικύκλωση της περσικής παράταξης.
Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν και έφτασαν κοντά στις περσικές γραμμές - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες που άντεξαν τους Μήδες, το όνομα των οποίων προκαλούσε τρόμο.
Τα αθηναϊκά πλευρά κατέστρεψαν τις περσικές γραμμές και περικύκλωσαν το ισχυρό κέντρο των Περσών - η μάχη έληξε με υποχώρηση του κέντρου των Περσών στα πλοία Αρκετοί Πέρσες σκοτώθηκαν στους βάλτους, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν. Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα περσικά πλοία και κατάφεραν να καταστρέψουν επτά απ' αυτά. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Κυναίγειρο, αδερφό του Αισχύλου, ο οποίος προσπάθησε να τραβήξει μια περσική τριήρη, αλλά οι Πέρσες του έκοψαν το χέρι, με αποτέλεσμα να πεθάνει.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες έχασαν 6.400 άνδρες στο πεδίο της μάχης, ενώ παραμένει άγνωστος ο αριθμός των νεκρών κατά την υποχώρηση.Στη μάχη σκοτώθηκαν 192 Αθηναίοι και 11 Πλαταιείς - σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν επίσης ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στησίλεως ο Θρασύλεω.
Μετά τη μάχη, ο περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα - οι Αθηναίοι, καθώς κατάλαβαν ότι η πόλη τους βρισκόταν υπό απειλή, βάδισαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να φθάσουν νωρίτερα απ' ότι οι Πέρσες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να υποχωρήσουν Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στη συμμαχία των Περσών και των Αλκμεωνιδέων - οι τελευταίοι είχαν δώσει ένα σήμα μετά τη μάχη. Αργότερα, στο πεδίο της μάχης είχαν φτάσει οι Σπαρτιάτες - βλέποντας τα πτώματα των Περσών αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.
Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να θάψουν τους νεκρούς του Μαραθώνα κοντά στο πεδίο της μάχης. Στον τάφο των Αθηναίων, ο Σιμωνίδης έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:
- Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,
- κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο.
Η μάχη του Μαραθώνα αποδείχθηκε πολύ σημαντική για τους Έλληνες. Η μάχη ήταν καθοριστική στιγμή στην ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς έδειξε τι μπορούσαν να πετύχουν με ενότητα και αυτοπεποίθηση - κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, «η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα έδωσε στους Έλληνες την ευκαιρία να επιζήσουν για τρεις αιώνες, όποτε και ανάπτυξαν αξιόλογο πολιτισμό, στη βάση του οποίου υπάρχει ο δυτικός πολιτισμός».
Ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της μάχης αποτελεί η πορεία του Φειδιππίδη από την Αθήνα στη Σπάρτη μέσα σε δύο μέρες. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φειδιππίδης έτρεξε στην Αθήνα μετά τη μάχη, φώναξε τη λέξη «Νενικήκαμεν» (Νικήσαμε!) και ξεψύχησε.
με πληροφορίες από βικιπαίδεια
12 Σεπτεμβρίου 1829 - Πέτρα:
Η τελευταία Μάχη της Ελληνικής Επανάστασης
Το καλοκαίρι του 1829, η Πελοπόννησος με τα νησιά και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας είχαν απελευθερωθεί. Τη διακυβέρνηση των περιοχών αυτών είχε αναλάβει με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης ο Ιωάννης Καποδίστριας. Πρώτο μέλημα του Κυβερνήτη ήταν η δημιουργία τακτικού στρατού και η εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας από τα υπολείμματα των Οθωμανών. Ο Καποδίστριας είχε πληροφορίες ότι στο μελλοντικό ελληνικό κράτος θα συμπεριλαμβάνονταν όσες περιοχές θα είχαν απελευθερωθεί δι' ιδίων δυνάμεων.
Οι Έλληνες ήταν απογοητευμένοι με τη Συνθήκη του Λονδίνου (10/3/1829), που προέβλεπε ελληνικό κράτος με σύνορα τη γραμμή Παγασητικού - Αμβρακικού, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Όμως, το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου τούς αναπτέρωσε το ηθικό, καθώς πίστευαν ότι η φορά των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική και η εθνική ανεξαρτησία δεν θα αργούσε.
Τον Αύγουστο του 1829 ο τουρκαλβανός πολέμαρχος Ασλάν Μπέης Μουχουρδάρης, σταλμένος από τη Λάρισα με 4.000 άνδρες, προέλασε ανενόχλητος και διαμέσου Λαμίας και Θήβας έφθασε στην Αθήνα. Στόχος του, να ανεφοδιάσει τη φρουρά της Ακροπόλεως και στη συνέχεια να οδηγήσει στη Θράκη όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου. Αφού συγκέντρωσε περί τους 7.000 άνδρες, άρχισε την προς βορρά πορεία του. Μαζί του ήταν και ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων της Αττικής.
Ο Υψηλάντης είχε πληροφορηθεί έγκαιρα τις προθέσεις των Τούρκων και επέλεξε τη στενή δίοδο της Πέτρας για να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρού, που διέθετε πυροβολικό και ισχυρές δυνάμεις πεζικού και ιππικού. Η ελληνική δύναμη εμφανίσθηκε στην περιοχή στις 28 Αυγούστου. Ανερχόταν σε περίπου 3.000 άνδρες και ήταν χωρισμένη σε 4 χιλιαρχίες. Για πρώτη, ίσως, φορά οι Έλληνες παρουσίασαν τακτικό στρατό, που οφείλεται στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Καποδίστρια, με τη δημιουργία το 1828 του Λόχου των Ευελπίδων. Ο Υψηλάντης είχε σχέδιο για τη μάχη, προχωρώντας σε πρώτη φάση στην κατασκευή οχυρωματικών έργων.
Το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου φάνηκε, επιτέλους, ο τουρκικός στρατός, που στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τις ελληνικές δυνάμεις. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών οχυρωματικών θέσεων. Ένα βήμα πριν από την εισπήδηση των οχυρωμάτων, οι Τούρκοι δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από τους Έλληνες, οι οποίοι στη συνέχεια βγήκαν από τα χαρακώματα και με τα ξίφη τους επέπεσαν επί των επιτιθεμένων. Οι τουρκαλβανοί άτακτοι γρήγορα υποχώρησαν, παρασύροντας και τους υπόλοιπους Τούρκους, που κινδύνευαν να περικυκλωθούν.
Η Μάχη της Πέτρας, παρότι δεν επέφερε την τελειωτική ήττα του εχθρού, αποτελεί οπωσδήποτε λαμπρή νίκη των ελληνικών όπλων. Το ηθικό των Τούρκων καταρρακώθηκε, ενώ δεν πέτυχαν και τον στόχο τους να διαβούν το στενά. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Οι Έλληνες είχαν 3 νεκρούς και 12 τραυματίες, ενώ οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης περίπου 100 νεκρούς και 4 σημαίες.
Την επομένη της μάχης (13 Σεπτεμβρίου) ο Τούρκος διοικητής Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, που ενδιαφερόταν να εκτελέσει τις διαταγές της Πύλης και να βρεθεί στη Θράκη, προσφέρθηκε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες, προκειμένου να περάσει τα στενά της Πέτρας. Οι Έλληνες δέχθηκαν, υπό τον όρο να παραδώσουν την περιοχή από τη Λιβαδειά ως τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα. Έπειτα από διαπραγματεύσεις που κράτησαν όλη τη μέρα, η συνθήκη υπογράφηκε τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Σεπτεμβρίου.
Οι Τούρκοι θα παραχωρούσαν όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα και τη Χαλκίδα. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, ανέλαβαν την υποχρέωση να αφήσουν τον εχθρό να διέλθει ακωλύτως από το στενό της Πέτρας. Και εκτέλεσαν στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1829. Την ίδια ημέρα οι ηττημένοι του ρωσσοτουρκικού πολέμου, Τούρκοι, υπέγραφαν τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως με την οποία ουσιαστικά αναγνώριζαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Η Μάχη της Πέτρας έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ήταν η πρώτη και μοναδική φορά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του '21, που μία επίλεκτη τουρκική στρατιά συνθηκολόγησε επί του πεδίου της μάχης.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου