Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορική αναδρομή των Βλάχων ή Αρμάνων (μέρος Α΄)


Προέλευση και σημερινή εντόπιση

Οι λατινόφωνοι κάτοικοι της νοτίως του Δουνάβεως Χερσονήσου του Αίμου, γνωστοί στην διεθνή βιβλιογραφία ως Aromuns, αποτέλεσαν αντικείμενο ιστορικής ερεύνης, αλλά παρόλα αυτά ερωτήματα όπως η προέλευση και η πρώιμη ιστορία των Αρμάνων παραμένουν χωρίς ικανοποιητική απάντηση (Κ. Χρήστου, 1999). 

Αυτόχθονες Αρμάνοι προκύπτει ότι υπήρξαν στην Ελλάδα, Αλβανία και FΥΡΟΜ. Οι μεγάλες Αρωμανικές ομάδες στη Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ρουμανία εμφανίζονται κατά το 18o αιώνα ως αποτέλεσμα μετακινήσεων των Αρωμανικών πληθυσμών. Στο παρελθόν κράτη όπως η Ρουμανία και η Ιταλία επιχείρησαν να αποσπάσουν από τους πληθυσμούς αυτούς την ελληνική εθνική ιδέα γεγονός που δεν κατάφεραν και κρίνονται ως ιστορικά αβάσιμοι ισχυρισμοί (βλέπε ιστορικά δεδομένα). Στο συνολό τους οι Αρμάνοι των βαλκανίων παρουσιάζουν ομοιότητες (συγγενικές διάλεκτοι) αλλά και διαφορές (ενδυμασία, έθιμα) αποτέλεσμα ίσως της γεωγραφικής τους εντόπισης και της αλληλοεπίδρασης με γειτονικούς πληθυσμούς.

Η επικρατέστερη άποψη που υποστηρίζεται από πλήθος ιστορικών ερευνητών φέρει τους λατινόφωνους βλάχους ως αποτέλεσμα εκλατινισμού ελληνικού πληθυσμού το οποίο όμως διατήρησε έτσι λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση (Στεργίου Δ, 2007). Το λατινόφωνο ιδίωμα των Αρμάνων χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ. Αντίθετα στην Δακία (παλιά ονομασία της Ρουμανίας), η Λατινική διαδόθηκε 5 αιώνες μετά, δηλαδή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. και για το λόγο αυτό σύμφωνα με το Γ. Μπαμπινιώτη δεν διατηρούν αρχαϊκά λατινικά στοιχεία. 
Μάλιστα οι Ρουμάνοι έχασαν τελείως την μητρική τους γλώσσα την Δακική, σε αντίθεση με τους Έλληνες που διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα ως κύρια, και τα βλάχικα ήταν μία δευτερεύουσα γλώσσα σε ενδοοικογενειακό και μόνο επίπεδο. Φαίνεται ότι οι ομοιότητες στις δύο γλώσσες οφείλονται σε άνοδο λατινόφωνων από το νότο προς τον Βορρά (τη σημερινή Ρουμανία), κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και όχι το αντίθετο.

Στο βιβλίο του Δημήτρη Γ. Τσούτσα "Βλάχοι... ιστορία - πολιτισμός - έθιμα - προσωπικότητες" (Αλμυρός 2006) αναφέρονται μεταξύ άλλων:

"...Οι πρώτοι στο χώρο των Βαλκανίων που εκλατινίζονται συναντώνται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο. Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνισμός της Αδριατικής δέχεται την πίεση των Ιλλυριών (ο λαός που ζούσε πάνω από τον Γεννούσο ποταμό – περίπου στην σημερινή Βόρεια Αλβανία), και πρώτοι οι Κερκυραίοι (γύρω στο 229 π.Χ.), ζητούν την βοήθεια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έρχονται για βοήθεια αλλά έχουν προβλήματα με τους Καρχηδόνιους και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς, οπότε ζητούν την βοήθεια των Ελλήνων της σημερινής Βόρειας Ηπείρου καθώς και των Ελληνικών πόλεων που βρίσκονται κατά μήκος των Αδριατικών ακτών, αλλά για να γίνει η στρατιωτική συνεννόηση, επιβάλλεται να χρησιμοποιούν την Λατινική γλώσσα, η οποία έκτοτε έγινε απαραίτητο εργαλείο διοικητικών επικοινωνιών και δημοσίων σχέσεων. 

Σε εποχές και μέρη όμως με υψηλό φρόνημα αντίστασης, οι Ρωμαίοι συγκροτούσαν και ένοπλα τμήματα με σκοπό αφ’ ενός την διατήρηση της τάξης στην περιοχή, αφ ‘ετέρου δε την διατήρηση της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών όπου και τα πιο ανυπότακτα στοιχεία. Αυτές οι στρατιωτικές ομάδες συγκροτούνταν από ντόπιους άντρες -οι οποίοι σαν αντάλλαγμα έπαιρναν κάποια χωράφια- και οι οποίοι αποκαλούνταν ¨armati¨ (αρμάτι), όρο που οι Βλαχόφωνοι στο πέρασμα των αιώνων έκαναν ¨αρμάτουλου¨ και ¨αρματόλι¨, τα οποία αργότερα ελληνοποιήθηκαν στα ¨αρματολός¨ και ¨αρματολοί¨. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους Έλληνες ως φρουρούς, γιατί ούτε περίσσευμα δυνάμεων είχαν, ούτε την πρόκληση ή ενόχληση του ντόπιου πληθυσμού ήθελαν. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την άποψη του Μιχαήλ Χρυσοχόου ο οποίος ήταν αξιωματικός και χαρτογράφος του στρατού, και ο οποίος με την ιδιότητα του χαρτογράφου μελέτησε την μορφολογία της οροσειράς της Πίνδου, και τα παλιά τοπωνύμια και τις παραδόσεις των χωριών. Επίσης του είχε κάνει εντύπωση πως όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων ήταν στην Πίνδο και στον Βαρνούντα. 

Το συμπέρασμα και αυτού ήταν ότι η πρώτη διαμόρφωση του λαού των Βλάχων προήλθε από τιςοροφυλακές τις οποίες εγκατέστησαν οι Ρωμαίοι. Παρατηρεί ότι η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την Μακεδονία και την Θεσσαλία προς τα ανατολικά, και την Ιλλυρία και την Ήπειρο προς τα δυτικά. Η οροσειρά αυτή είναι παράλληλη προς την ανατολική ακτή του Αδριατικού πελάγους και αποτελεί μία «αμυντική γραμμή πρώτης τάξεως», την σημασία της οποίας είχαν αντιληφθεί οι Ρωμαίοι γι αυτό και θέλησαν να γίνουν οι κυρίαρχοί της. Με τον τρόπο που περιέγραψα η γλώσσα των Ρωμαίων (η γλώσσα των λεγεωνάριων) εξαπλώθηκε από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. 

Όσοι εκλατινίστηκαν την εποχή αυτή δέχτηκαν τους επόμενους αιώνες επιδρομές από νέους κατακτητές (Σλάβους, Γερμανούς, Άραβες), στις γλώσσες τους εισήχθησαν νέες λέξεις και έτσι τελικά φτάσαμε στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών όπως η ιταλική, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική, ελβετική, ρουμανική, αρωμανική. Η εκλατίνιση των πληθυσμών της Βαλκανικής κράτησε από το 167 π.Χ. μέχρι και το 397 μ.Χ.δηλ. μέχρι την εποχή του διαχωρισμού του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από το Δυτικό, τα δε λατινικά παρέμειναν η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ηρακλείου".

Γραπτές Αναφορές και Ιστορικά Δεδομένα

Το 171 π.Χ ο ρωμαίος στρατηγός Παύλος Αιμίλιος κυριεύει την Ήπειρο και στη συνέχεια τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (168 π.Χ) που μαζί με τη νότιο Ιλλυρία αποτέλεσαν μια ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα Μακεδονία.


 146-120 πΧ έγινε η κατασκευή της via Εγνατία των Ρωμαίων, που έδιναν προτεραιότητα στη διάνοιξη στρατηγικών δρόμων και η οποία ξεκινούσε από την Επίδαμνο (Δυρράχιο) συνέχιζε στο Λυχνιδό (Οχρίδα), την Ηράκλεια, τη Πέλλα και στη πρώτη φάση κατέληγε στη Θεσσαλονίκη ενώ στη δεύτερη μέχρι την Κωνσταντινούπολη.

Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν ένοπλες φρουρές, τις οροφυλακές για τη φύλαξη των συνόρων και των επικίνδυνων οδικών κόμβων από επιθέσεις ιδίως στη ραχοκαλιά της Πίνδου και της Εγνατίας οδού.

Το 31 πΧ ιδρύθηκε η Νικόπολη από τον Οκταβιανό μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) σε ανάμνηση της νίκης του κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Από τους χρόνους του Αύγουστου το 31 π.Χ οι στρατιώτες για τις λεγεώνες του ανατολικού κράτους στρατολογούνται από τις χώρες της ελληνικής επιρροής και μειώνεται αισθητά η παρουσία του ρωμαϊκού στοιχείου στις επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας.

Την εποχή του Αδριανού 117μ.Χ, στις οροφυλακές των Ανατολικών επαρχιών, στρατολογούνταν ντόπιοι στρατιώτες, οι κλεισουροφύλακες και μόνο οι αξιωματικοί είναι Ρωμαίοι που κι αυτοί σιγά-σιγά τείνουν ν’ αφομοιωθούν από τους αυτόχθονες κατοίκους. Είχε δημιουργηθεί μια νέα πλέον πίστη στους στρατιώτες που κάθε άλλο παρά «ρωμαϊκό συμφέρον» υποστήριζαν. Γι αυτό ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (211-217μ.Χ) ανακήρυξε σε Ρωμαίους πολίτες όλους τους μη ρωμαίους στρατιώτες. Romanus cives" (Edictum Antoninianum 212 μ.Χ.)

Έχουμε την πρώτη αναφορά στους Αρωμανικούς πληθυσμούς στα μέσα του 6ου αιώνα από τον Ιωάννη Λυδό " (Περί αρχών της Ρωμαίων πολιτείας, Ι Λυδού) ο οποίος αναφέρει εκλατινισμένους πληθυσμούς Ελλήνων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και ιδίως στα όρη της Πίνδου και στις γύρω πεδιάδες : " Νόμος αρχαίος ήν, πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δε και παρά ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν. ου παραβαθέντος, ως είρηται, τα της ελαττώσεως προύβαινε. τα δε περί την Ευρώπην πρατόμενα, πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το τους αυτής οικήτορας, και περ Έλληνας εκ του πλείστου όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας..".

Το 579-582 ο Θεοφύλακτος Σιμοκράττης περιγράφοντας μια εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Αβάρων στη Θράκη υπό τον στρατηγό Κομενίολο, σε κάποια στιγμή που το φορτίο ενός υποζυγίου έγειρε κάποιος δικος του φώναξε "τη επιχωρίω γλώσση, τόρνα, τόρνα, φράτρε". Η χρονική περίοδος που ακολουθεί θεωρείται κομβική καθώς φαίνεται ότι άρχισε η σταδιακή απομόνωση λατινόφωνων ελληνικών ομάδων προς τις ορεινές περιοχές όπως στη ραχοκαλιά της Πίνδου σε μια προσπάθεια ίσως επιβίωσής τους από τις βαρβαρικές επιδρομές. Η κινητοποίηση των βαρβαρικών φυλών στην Ευρώπη και την Ασία από τα τέλη του 5ου μ.Χ. αιώνα οφείλεται στη διάλυση του βασιλείου των Ούννων και τη μεγάλη μετανάστευση των λαών, των Γερμανικών φύλων (Γότθων, Ερούλων, Λομβαρδών κ.ά.) γεγονός το οποίο έδωσε στην Ευρώπη την εθνική φυσιογνωμία που έχει ως σήμερα. Οι Σλάβοι ήδη από το 500μ.Χ. είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους πατρίδα και κατείχαν τη βόρεια όχθη του Δούναβη, από το Βελιγράδι ως τις εκβολές.

Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο ακόμη μπορούσε με όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των επιδρομών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί, ότι οι περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους και Άντες (ομάδες Σλάβων) σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες καταστροφικές επιδρομές που γίνονταν με στόχο τη λεία, μετά τις οποίες οι βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το Δούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόμη σε μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια.

Από το 550 μ.Χ. η διάρκεια των επιδρομών άρχισε να μεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειμώνιαζαν πλέον στις κατακτημένες περιοχές, μερικές φορές καταλάμβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα διατηρούν για ορισμένα χρόνια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων μαρτυρείται από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωμένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια μέσω της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μέχρι τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584 μΧ: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν ξακουστό επίσης για την επιδρομή ενός απαίσιου λαού, με τ’όνομα Σλάβοι, που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθμα φρούρια, και κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια, κι ακόμη, επειδή ο βασιλιάς είναι μπλεγμένος στον πόλεμο με τους Πέρσες κι έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή, ζουν με την άνεσή τους στην χώρα …». Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εμφανίζονται πια ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδρομές τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους.

Η κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο τελευταίος εκείνη την εποχή έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη λατινική και τις ευρείες λαϊκές μάζες της Ρωμαϊκής Ανατολής, καικαθιέρωσε την ελληνική επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τους Αρωμανικούς πληθυσμούς όμως ήταν αργά καθώς η επιδρομή των εισβολέων τους ώθησε στην απομόνωσή τους στα δυσπρόσιτα βουνά, στον ασφαλή νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μακριά από τα κέντρα εξουσίας. Οι επιδρομές των Σλάβων φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες. Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν και στην Πελοπόννησο. Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του Δούναβη εμφανίζονται οι Βούλγαροι.Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδρομών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα. Μόνο σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά μπόρεσαν να διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. 

Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους Ρωμαίους». Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραμμή Ιλλυρικού – Δούναβη συνέβαλε στην αποξένωση μεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού μισού της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστημα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας αρκετά μεγάλος λατινόφωνος πληθυσμός συμβιώνοντας ειρηνικά με τους Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόμοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης παρέμειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσμου. Η Λατινική, που μέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισό του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως συγκροτημένοι γεωργοί και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες.

Φοβερή επιδημία πανούκλας το διάστημα 746-747 επιτείνει την απομόνωση των φυλετικών ομάδων.
Το 976 έχουμε την πρώτη γραπτή αναφορά στο όνομα βλάχος, από τον Ι Σκυλίτση όπου αναφέρεται στη δολοφονία του αδελφού του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ "τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβιδ μεν ευθύς απεβίω, αναιρεθείς μέσον καστορίας και Πρέσπαςκατά τα λεγόμενας καλάς Δρυς πρατινών Βλάχων οδιτών" (Ι. Σκυλίτσης, Synopsis Historiarum, 1973).
Το 980 ο αυτοκράτορας Βασιλείος Β΄ τοποθετεί το Λαρισαίο πρόκριτο Νικολιτσά αρχηγό των Βλάχων της Ελλάδας "γινώσκουσα δε η βασιλεία μου ότι από του μακαρίτου μου πατρός έχεις τούτο δια χρυσοβούλου, αντί των εξκουβιτών, δωρείται σε την αρχήν των Βλάχων Ελλάδος" (Ανωνύμου, Λόγος νουθετητικός προς Βασιλέα, Πετρούπολις 1896). Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι οι Βλάχοι της Θεσσαλίας βρισκόταν υπό τη βυζαντινή εξουσία αν και είναι άγνωστο αυτοί οι λατινόφωνοι κάτοικοι από που ακριβώς προέρχονται και πια ακριβως διάλεκτο μιλούν.

Η Άννα Κομνηνή όταν αναφέρεται στις επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ εναντίον των Κουμάνων (1094-1095) αναφέρεται για πρώτη φορά στους Βλάχους ως σημαντικό στοιχείο στην οροσειρά τπου Αίμου. Η ίδια όμως αναφέρει στο έργο της “Αλεξιάς” μας επιβεβαιώνει γράφοντας ότι “οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, βλάχους τούτους καλεί η κοινή διάλεκτος”.

Ο Κεκαυμένος στο "Στρατηγικόν" του περιέγραψε πολεμοχαρείς Βλάχους γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισσα "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν [το γένος των Βλάχων] πρός τινα ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά τoυ βασιλέως Tραΐανoύ και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν ... ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ... ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικουσιν, εν οχυροίς και δυσβάτoις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων όθεν αγανακτήσαντες κατ' αυτών, ως είρηται, διέφθεφαν αυτούς οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα ... " (Κεκαυμένος, έζησε τον ΙΑ' αιώνα). 

Στην αναφορά αυτή μπορεί κάποιος να διατυπώσει δύο προβληματισμούς. 1) Πολεμοχαρείς ομάδες Βλάχων που όμως ασκούσαν και νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μετακινούμενοι ανάλογα με τις πιέσεις των εισβολέων δεν συμβαδίζει 2) πόσο παλιό είναι αυτό το γένος που ώφειλε αλλά δεν απέδιδε "πίστιν" στους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων αλλά παρόλα αυτά ωμιλεί (εάν ωμιλεί) την λατινική διάλεκτο και ποια λατινική διάλεκτο; Επιπλέον ο Βενιαμίν εκ Τουδέλλης, ισπανός ραβίνος του 12ου αιώνα, υποψιάζεται πως τουλάχιστον οι ληστές Βλάχοι της Θεσσαλίας είχαν εβραϊκή καταγωγή γιατί ενώ λήστευαν τους Εβραίους, τους αποκαλούσαν αδέλφια και δεν τους σκότωναν όπως τους Ελληνες.


βλαχόφωνοι Έλληνες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου