Την ώρα, που ο κ.
Ντούλες γυμνάζει τους κοιλιακούς στις παλαίστρες, ο κ. Μπολάνος σκέφτεται τι
«πατριωτικά συνθήματα» να ρίξει, ο Πρέσβης και ο Πρόξενος τηρούν με ευλάβεια τις
διδασκαλίες της Αμερικανικής και Ευρωπαϊκής Σχολής, οι βουλευτές και οι
πολιτευτές της βορειοδυτικής Ελλάδας περιοδεύουν τον τόπο με το σακούλι στο
χέρι, για ψήφους και ο κ. Νίτσας αγρυπνεί μήπως στραφεί κάποιος ενάντια στο
κατεστημένο.
Κύματα – κύματα, παλιοί
και νέοι μπέηδες κι αγάδες, αδίστακτοι όπως σε όλους τους αιώνες, επιτίθενται
στη Μειονότητα και της αρπάζουν τη γη, τα λιβάδια, τα δάση, τα νερά. Δεν κρατούν
όπλα, όπως παλιά, αλλά πλαστά έγγραφα, πλαστούς τοπογραφικούς χάρτες, που
σύμφωνα με φήμες, παράγονται σε αποκλειστικά γραφεία εντός και εκτός της χώρας.
Δεν πραγματοποιούν επιδρομές με αρματωμένες ομάδες σωματοφυλάκων, όπως τους
προηγούμενους αιώνες, αλλά με γραβατομένους δικηγόρους και σιδερομένους
δικαστές, με μέθυσους τοπογράφους, που για τη δόση τους μπορούν να πνίξουν
ολόκληρα λιβάδια μέσα σε ένα ποτήρι. Το ασκέρι αυτό το συμπληρώνουν και δικοί
μας χωρικοί, που για ένα πεντοχίλιαρο υπογράφουν μπακαλόχαρτα, δικοί μας
πρόεδροι χωριών, που για ένα δεκαχίλιαρο, αφήνουν τους καταπατητές να πλησιάσουν
στα τελευταία σπίτια των χωριών τους, δικοί μας Έπαρχοι, που με ελαφρά την
καρδιά συρρικνώνουν τη Μειονότητα και ενισχύουν τις περιουσίες τους.
Σε πεδίο μάχης έχει
εξελιχθεί, εδώ και 150 χρόνια το βουνό Τσιμίκος με τις πανέμορφες πλαγιές του,
αντίκρυ στη λίμνη του Βουθρωτού. Για τον Τσιμίκο, τη λίμνη και τις γύρω περιοχές
έχυσε πρώτος το αίμα του ο Αρχηγός της εξέγερσης των χωρικών, Θωμάς Σπύρος, το
1866. Επί είκοσι χρόνια τώρα, η αιματοποτισμένη αυτή γη δεν μπορεί να βρει
ησυχία.
Απόγονοι των παλαιών μπέηδων και αγάδων με τα βαριά ονόματα, Αμπάζη,
Σιαμέτι, Αγκόνι, κλπ, επιμένουν να βάλουν πόδι και να γίνουν κάτοχοι και
διαχειριστές της περιουσίας της Μειονότητας. Το Βουλιαράτι και τα άλλα χωριά της
Άνω Δρόπολης, όπως δείχνουν τα πράγματα χάνουν τη μάχη για την περίφημη
Πετσαλούδα με τους μπέηδες του Λιμποχόβου και του Αργυρόκαστρου. Ασυγκράτητοι
νεόκοποι, μέσα στο ετοιμόρροπο πολιτικό και το διάτρητο νομικό καθεστώς, με βία
και ασυδοσία, έβαλαν στόχο, απόχτησαν και εδραιώνουν καθημερινά τον τίτλο του
«γαιοκτήμονα» με περιουσίες του χωριού Κώσταρη.
Το 1998 εμφανίστηκαν στο
Τσιμίκο οι απόγονοι του Σαμέτη. Δεν τόλμησαν να αναμετρηθούν δικαστικά, γιατί,
εκτός από τον σκοτεινό στόχο στο νου τους, δεν διέθεταν κανένα επίσημο έγγραφο
στα χέρια. Το 2002 εμφανίστηκαν οι απόγονοι των Αμπάζηδων, οι οποίοι κατάφεραν
να περάσουν την πόρτα του Δικαστηρίου και, με την υπ’ αριθ. 687/23.10.2002 απόφαση του
Πρωτοδικείου Αγίων Σαράντα, έγιναν «ιδιοκτήτες» σε τεράστιες εκτάσεις γης και
λιβαδότοπους. Ποτέ στις δικαστικές συνεδριάσεις δεν αποδείχτηκε από τους
«διεκδικητές» ότι η διεκδικούμενη έκταση λιβαδιών είχε παρθεί από τους ίδιους
και έγινε κρατική. Από την άλλη, οι «εμπειρογνώμονες» δεν είχαν πατήσει το πόδι
τους στις «διαφιλονικούμενες» εκτάσεις, αλλά στηρίχτηκαν σε στρατιωτικούς
χάρτες, άσχετους με το θέμα. Ευτυχώς, με την υπ’ αριθ. 310/
30.09.2003
του Εφετείου Αργυρόκαστρου, καταργήθηκε η κατάπτυστη απόφαση του Πρωτοδικείου.
Για την ιστορία, όμως, αναφέρουμε πιο κάτω τις εκτάσεις, που επωφελούνταν οι
παράνομοι διεκδικητές:
1- Μία έκταση λιβαδότοπου
των 900 στρεμμάτων στο
Καραλήμπεη (Φανάρι), βόρεια της λίμνης του Βουθρωτού.
2- Μία έκταση γης των
1214
στρεμμάτων,
επίσης στο Καραλήμπεη (Φανάρι).
3- Μία έκταση γης των
423
στρεμμάτων
στο χωριό Μεμούσμπεη (Πλάκα).
4- Μία έκταση γης των
200
στρεμμάτων
στο Κασεμελάμπεη (Νεοχώρι).
5- Μία έκταση
λιβαδότοπου, με την επωνυμία Συκιές, των 200 στρεμμάτων στο χωριό
Γέρμα.
6- Μία έκταση λιβαδότοπου
των 137.2 στρεμμάτων στο
Μπαλήμπεη-Γράβα ανάμεσα στα χωριά Πλάκα και Χάλιου.
7- Μία έκταση λιβαδότοπου
των 62,8 στρεμμάτων στην
τοποθεσία Μπαλήμεη.
8- Μία έκταση των
300 στρεμμάτων λιβαδότοπο
στο Μεμούσμπεη (Πλάκα).
9- Μία έκταση λιβαδότοπου
των 1500 στρεμμάτων στο βουνό
Τσιμίκος (Καινούργιο).
Σύνολο
γης: 1837 στρέμματα, σύνολο
λιβαδότοπου: 3100
στρέμματα.
Ξημέρωσε το 2009 και ο
Βούρκος αναστατώνεται και πάλι. Οι απόγονοι της αργυροκαστρίτικης οικογένειας
Αγκόνι, με την υπ’ αριθ. 4291/29.06.2009 απόφαση του Πρακτορείου Επιστροφής και
αποζημίωσης Ιδιοκτησιών Αλβανίας στα χέρια εμφανίζονται μεσοκαλόκαιρα στην
Επαρχία Αλήκου και ούτε λίγο, ούτε πολύ απαιτούν να απεκδυθεί η Επαρχία του
δικαιώματος μίσθωσης επί των λιβαδότοπων στο Τσιμίκο και συγκεκριμένα στις
θέσεις Κόκαλη (1420 στρέμματα) και
Κούτσουρο (1380 στρέμματα). Στην
πραγματικότητα, την «επιστροφή» της ιδιοκτησίας αυτής στους Αγκονάτες, την είχε
κάνει το Γραφείο Επιστροφής Περιουσιών της Περιφέρειας Αυλώνας με την υπ’ αριθ.
381/31.10.2008 απόφαση. Επειδή, όμως, οι απόγονοι δεν είναι ένας ούτε δύο, αλλά
ακριβώς 134 και, σφαζότανε μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει τα μεγαλύτερα
κομμάτια από το κορμί της Μειονότητας, χρειάστηκε η παρέμβαση του
προαναφερόμενου Εθνικού Πρακτορείου για να βάλει «τάξη» και να αποδώσει το
«δίκαιο», δηλαδή να αρπάξει από τους φυσικούς ιδιοκτήτες τον λιβαδότοπο των
3.000 περίπου στρεμμάτων και
να τον προσφέρει σε νεκραναστημένους διεκδικητές.
Εδώ και 10 χρόνια
μάχεται το χωριό Κώσταρη Μεσοποτάμου με τον Δελβινιώτη Καστριότ Μέτα, ο οποίος
με πλαστά έγγραφα και αστήρικτες δικαστικές αποφάσεις τους άρπαξε μια έκταση από
1360 στρέμματα λιβάδι και
δάσος, εντός των συνόρων του χωριού. Το Γραφείο Επιστροφής Περιουσιών της
Περιφέρειας Αυλώνας, για να εκδώσει την υπ’ αριθ. 88/19.04.2002 απόφαση εις
βάρος του χωριού, στηρίχτηκε μόνον στις δικαστικές αποφάσεις 121/01.02.2002
(760
στρ) και
455/29.04.2003(600 στρ.), παραβιάζοντας
έτσι το νόμο, που ζητάει ρητώς και άλλα έγγραφα.
Αλλά και οι ίδιες οι
προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις δεν στηρίζονται παρά σε ένα μεταβιβαστικό
σημείωμα του υποθηκοφυλακείου του Δελβίνου του 1937, το οποίο, όπως λένε οι
κάτοικοι του Κώσταρη σε επιστολή τους προς τις πολιτειακές Αρχές της χώρας, « αν
θα ελεγχθεί από πραγματογνώμονα, θα προκύψει πλαστό». Ο επίδοξος διεκδικητής κ.
Μέτα μαζί με την παρέα του, από το 1996 ακόμα, επιβουλεύονταν την εν λόγω
περιουσία και έκαναν το παν να την βάλουν στο χέρι.
Έτσι, το 1996 εμφανίστηκαν
να κρατούν στα χέρια την υπ’ αριθ. 221/12.04.1996 δικαστική απόφαση του
Πρωτοδικείου Αγίων Σαράντα, αλλά που γρήγορα την απέσυραν, γιατί θα
ξεσκεπάζονταν ανεπανόρθωτα και θα μπορούσαν να διωχτούν δικαστικά. Ενώ η
«περιουσία» βρίσκεται στο νομό Δελβίνου, η απόφαση είχε «εκδοθεί» από το
Πρωτοδικείο Αγίων Σαράντα, την ώρα που το Δέλβινο διέθετε Πρωτοδικείο, άρα ήταν
παράνομη και πλαστή.
Για την καραμπινάτη
περίπτωση υφαρπαγής της εν λόγω έκτασης από τους σύγχρονους «μπέηδες», υπάρχουν
και άλλες μαρτυρίες: Η Βεβαίωση με ημερομηνία 20.12.2004 του Περιφερειακού
Συμβουλίου Αυλώνας αποδεικνύει καθαρά ότι ποτέ στο βουνό του Κώσταρη δεν υπήρξε
ιδιοκτήτης με το όνομα Τζούλε Μέτα. Αντίθετα, βεβαιώνεται ότι υπήρχαν τα ονόματα
των 53 ιδιοκτητών-κατοίκων του χωριού. Είναι και κάτι άλλο: η εγκατάσταση του εν
λόγω «ιδιοκτήτη» στο Δέλβινο έγινε το 1963, προερχόμενος από το χωριό Προγονάτι
του Τεπελενίου. Κι ενώ τον τόπο αυτό τον αγνάντεψε για πρώτη φορά το 1963, έχει
το θράσος να τον θεωρεί δικό του από το 1937. Μα, κι όταν τα χωριά κερδίζουν
τους δικαστικούς αγώνες, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουν ιδιοκτήτες στα μέρη
τους. Παράδειγμα η Δρόβιανη. Παράδειγμα το Κακοδίκι.
Για τις δεκάδες ανάλογες
περιπτώσεις σε κλίμακα χωριών, Επαρχιών και Νομών, για την ανεξήγητη μέχρι και
σκόπιμη καθυστέρηση της πιστοποίησης των ιδιοκτησιών, που γίνεται από τις
Τοπικές Αρχές, κάθε σκεπτόμενος πολίτης θέτει το ερώτημα: και η Μειονότητα η
ίδια τι κάνει;!
Απλώς, αισθάνεται
εγκαταλειμμένη.
Εγκαταλειμμένη από την
«υψηλή ηγεσία» της. Ο κ. Ντούλες, 300 χμ μακριά από τη Μειονότητα, η μόνη του
μέριμνα είναι «να εντάξει την Αλβανία στην Ευρώπη» και να «κάνει πρόεδρο της
Δημοκρατίας τον κ. Νάνο». Κι αν κάποιος Έπαρχος τον πλησιάσει με τους φακέλους
στα χέρια, ζητώντας συμπαράσταση, τότε βγάζει το κινητό του και παίζει.
Ο κ.
Μπολάνος, σκέφτεται απλώς τα «πατριωτικά συνθήματα», που πρέπει να ρίχνει για να
θολώνει τα νερά. Οι υπουργοί και οι βουλευτές της τρέμουν το βήμα της Βουλής και
δεν αναφέρουν ποτέ το όνομα της Μειονότητας, ακόμα και σε εθνικής σημασίας
στιγμές, όπως η απάλειψη της εθνικότητας από τα πιστοποιητικά.
Για την ιστορία,
υπενθυμίζομε ότι το 1993, όταν στη Βουλή ψηφίζονταν ο νόμος για τα λιβάδια, τα
άρθρα του οποίου επικαλούνται οι παλιοί και οι νέοι μπέηδες, σύξυλη η υψηλή
ηγεσία της Μειονότητας, με προέδρους, γραμματείς και βουλευτές, προτίμησε να
περιοδεύσει στην Αμερική, να δρέπει χειροκροτήματα και χρήματα, αντί να παλέψει
με τη φωτιά, που άναψε τότε και καίει τον τόπο μας.
Εγκαταλειμμένη από τις
Ελληνικές διπλωματικές αρχές, Προξενείο και Πρεσβεία. Οι δύο αυτές υπηρεσίες,
μέσα σε μια μέρα, μπορούσαν να επιλύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα. Να, όμως, που δεν
ήθελαν και δεν θέλουν, γιατί τη Μειονότητα τη θεωρούν καυτή πατάτα στα χέρια
τους. Ύστερα, είναι και το άλλο, ότι οι διπλωμάτες μας τυγχάνει να είναι ή της
Αμερικανικής ή της Ευρωπαϊκής Σχολής και ποτέ της Ελληνικής.
Μέσα στο κλίμα αυτό,
Έλληνες βουλευτές και πολιτευτές, οι έδρες των οποίων γειτνιάζουν με τη
Μειονότητα, με το πρώτο γκλάν μιας καμπάνας, με την πρώτη συνάθροιση έστω και
δέκα ατόμων, παίρνουν το σακούλι και κατεβαίνουν για ανεμολόγια ψήφων. Από τα
μικρόφωνα, που τόσο τα αγαπούν, ποτέ δεν ρώτησαν τους συμπατριώτες μας αν έχουν
πιστοποιητικά ιδιοκτησίας, αν κοιμούνται από τον τρόμο των ληστών, αλλά
επιμένουν να τους πείσουν ότι στο Κούτσι της Λιαμπουριάς ή στην Κουταλλή του
Μπερατιού οι κάτοικοι είναι Έλληνες.
Ο παπάς από την πόλη, παπαδιά του μολογάει!
Μαζί τους, και ο κ. Νίτσας, που στις 8 Μάη 2011, μπήκε επικεφαλής της φάλαγγας
των λεωφορείων, μην παραστρατήσουν τίποτα οι ψηφοφόροι από την «εντολή της
πατρίδας». Πράγματι, δεν παραστράτησαν. Ψήφισαν ελεύθερα και δημοκρατικά και
συντήρησαν το καθεστώς, που χαζεύει από μακριά τη Μειονότητα, καθώς ματώνεται με
τους παλιούς και τους νέους μπέηδες κι αγάδες.
Το Κόμμα των Ελλήνων, εκ
της αποστολής του, αισθάνεται χρέος να βρίσκεται στο πλευρό των δεινοπαθούντων
Ελλήνων στον αγώνα που δίνουν ενάντια στους καταπατητές. Ήταν το μόνο, που
πρόσφατα βρέθηκε στο πλευρό των διαδηλωτών της Επαρχίας Αλήκου, την ώρα που η
«ηγεσία» της Μειονότητας, όπως πάντα, έλαμπε δια της απουσίας της.
Να
καταγγέλλει την ανεξήγητη μέχρι και σκόπιμη αυτή εγκατάλειψη.
Να τονίζει την αφ’
υψηλού αντιμετώπιση της Μειονότητας εκ μέρους του Προξενείου και της Πρεσβείας.
Γιατί η αποστολή του
είναι μία: να κρατηθεί ζωντανός ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός.
ΜΕΓΑ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου