Εισήγηση του κ. Χρήστου Ανδρεάδη
στο 15° Συνέδριο Αυτογνωσίας
O Φώτιος Καλπίδης, γόνος επταμελούς αρχοντικής βιβλικής οικογένειας του Τσαγκράκ της Κερασούντας του Πόντου, γεννήθηκε το 1862 και μετά τις προκαταρκτικές του σπουδές στο Τσαγκράκ φοίτησε στο Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, για να μεταβεί κατόπιν στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία και αποφοίτησε το 1889 με άριστα ως «διδάκτωρ της θεολογίας». Το 1890 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και αμέσως διορίστηκε διευθυντής των σχολών της Κερασούντας.
Το 1897 διορίζεται αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου και χειροτονείται πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης, για να γίνει αμέσως μετά τον επόμενο χρόνο μέλος της συντακτικής επιτροπής του επισήμου οργάνου του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική αλήθεια», υπηρεσία στην οποία έδειξε αμέριστο ζήλο και συνετέλεσε με κάθε τρόπο στη βελτίωση της εκδόσεως και διαδόσεως του περιοδικού αυτού. Στις 16 Μαΐου 1902 εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής και λίγες μέρες μετά, στις 19 Μάιου, χειροτονείται μητροπολίτης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ και ολόκληρη την Ιερά Σύνοδο.
Με τους καλύτερους οιωνούς ο Φώτιος, γεμάτος όνειρα και προσδοκίες για την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας και του Γένους, ξεκινάει για τη νέα του θέση, την Κορυτσά, στην οποία και καταφθάνει στις 7 Ιουλίου 1902, όπου και γίνεται δεκτός από τα πλήθη των χριστιανών της ελληνικής κοινότητας, που έσπευσαν να τον υποδεχθούν με μεγάλη χαρά.
Την εποχή αυτή ο μακεδoνικός αγώνας βρισκόταν στο κρίσιμο σημείο του περιορισμού των διπλωματικών διαμαρτυριών της ελληνικής κυβερνήσεως και της μεταβάσεως στον ένοπλο αγώνα, εφόσον διάφορες συμμορίες κομιτατζήδων λυμαίνονταν την ύπαιθρο και κατατρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο φτάνει ο Φώτιος στην Κορυτσά. Οι ξένες προπαγάνδες (αυστριακή, ιταλική, ρουμανική, αλβανική και κάπως υποτονική η βουλγαρική) οργιάζουν. Συμμορίες ποικίλων αποχρώσεων περιτρέχουν την ύπαιθρο και μολύνουν τον ιερό βορειοηπειρωτικό χώρο.
Μοναδικό, λοιπόν, στήριγμα του πληθυσμού της περιοχής, άμεσο, απέμενε η Μητρόπολη με το Φώτιο, αφού αυτός δεχόταν τα μηνύματα του χειμαζόμενου ποιμνίου του, τα οποία και διαβίβαζε στον πρόξενο Μοναστηρίου. Αυτός έπρεπε να αντιμετωπίσει κάθε επιβουλή, αυτός έπρεπε ν' αναχαιτίσει τις προσπάθειες των ξένων προπαγανδών και ιδιαίτερα της αλβανορωμουνικής, η οποία και πρωτοστατούσε στον αγώνα εναντίον του ελληνισμού, αυτός έπρεπε ν' αντιταχθεί στα σχέδια των συμμοριών, αυτός έπρεπε να εμψυχώνει, να φρονηματίζει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του.
Με άγρυπνο μάτι παρακολουθούσε την κατάσταση, για ν' αρχίσει αμέσως το σωτήριο έργο του. Πρώτο του μέλημα η παιδεία. Παιδεία και Εκκλησία, Ελλάδα και Χριστός θα ήταν οι άξονες της πορείας του και πάντα με γνώμονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αμέσως προβαίνει σε αναδιοργάνωση των εκπαιδευτηρίων Κορυτσάς, τα οποία είχαν τεράστια ακμή, και κατευθύνει το διδακτικό Εισηγητής ο προσωπικό με στόχο την καταπολέμηση του προσηλυτισμού των ξένων προπαγανδών.
Ιδιαίτερη θα είναι η μέριμνα του Φωτίου για τα σχολεία της υπαίθρου, εναντίον των οποίων με περισσότερο μένος καραδοκούν οι ξένοι προπαγανδιστές και περισσότερο θα στραφεί η προσοχή του στην ίδρυση σχολείων εκεί, όπου η οργιάζουσα ρουμανική και αλβανική προπαγάνδα είχε καταφέρει να καταπιέσει τους Έλληνες σε τέτοιο σημείο, ώστε λόγω ελλείψεως ελληνικών σχολείων ν' αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους στα δικά τους σχολεία.
Κλασική περίπτωση αποτελούν οι κοινότητες της Πλιάσας και Μπίγλιστας, στις οποίες, ενώ υπήρχε πληθυσμός ικανός με ελληνικά φρονήματα, δεν υπήρχαν ελληνικά σχολεία. Με συγκίνηση ο Φώτιος αναφέρει στον Πρόξενο Μοναστηρίου την, ύστερα από σύντονες ενέργειες του, ίδρυση ελληνικού σχολείου στην Πλιάσα, το δεύτερο προπύργιο του ρωμουνισμού μετά την Κορυτσά, καθώς και τις προσπάθειες του για την «ίδρυσιν Παρθεναγωγείου εν Μπιγλίστη εις ο κατ' ελάχιστον όρον θα φοιτώσι 55-60 κοράσια...».
Αυτή του ακριβώς η δραστηριότητα θα επαυξήσει την οργή των Ρωμούνων με αποτέλεσμα την επίθεση που οργάνωσαν εναντίον του στην Πλιάσα, καθώς στις 12 Ιουνίου 1906 μετέβαινε εκεί, για ν' αποσπάσει από τα χέρια τους την ελληνική εκκλησία, που είχαν καταλάβει πραξικοπηματικά. Απτόητος ο Φώτιος θα συνεχίσει τον αγώνα, παρόλον ότι τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι από το λιθοβολισμό που του έγινε.
Παράλληλα διοργανώνει και το διαφωτιστικό του έργο εναντίον των προπαγανδιστών με ομιλίες και κηρύγματα. Αποκαλυπτικότατο είναι το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ για πρώτη φορά. Πρόκειται για άρθρο της αλβανικής εφημερίδας DRITA που έβγαινε στη Σόφια και υποθαλπόταν από την τότε βουλγαρική κυβέρνηση και το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο με έδρα το Βουκουρέστι.
Στο φύλλο με αριθμό 74 της 1ης Μαρτίου 1906, αφού ο συντάκτης του άρθρου καταφερθεί κατά του Φωτίου με απρεπείς και οξείς χαρακτηρισμούς, επειδή αγωνίζεται «ως ο Καστοριάς και Πελαγωνίας προς διάδοσιν της ελληνικής ιδέας», μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:
«Κηρύσσει απαρεγκλίτως εκάστην Κυριακήν και εορτήν, μη εξαιρουμένων ουδ' αυτών των Σαββάτων των μνημόσυνων τον λόγον του Θεού άμα δε και την ελληνικήν ιδέαν ... αδιαφορών αν η ώρα είναι κατάλληλος ή όχι... Διασαλπίζει παν ό,τι δύναται... να συναγάγη εκ του Ευαγγελίου και συγχρόνως... φέρει όλως ακαταλλήλως και αποτόμως τον λόγον επί της ελληνικής ιδέας και του ελληνισμού, άνευ του οποίου, κατ' αυτόν, ουδέ πολιτισμός θα υπήρχε νυν ουδέ Ευρώπη ή Αμερική».
Εντονότατη ήταν η αντίδραση του Φωτίου στα μέτρα που πήρε η ρουμανική προπαγάνδα, υποβοηθούμενη από την αλβανική, που προσπαθούσε να καταγράψει τους Έλληνες ως «αρναούτ» και όχι «ρουμ», για να αλλοιώσει τη σύσταση του πληθυσμού, αποσκοπώντας να δείξει στις ξένες δυνάμεις ότι ο πληθυσμός ήταν αλβανορωμουνικός και ότι οι Έλληνες ήταν μια μειοψηφία.
Γνώριζε ότι είχε ν' αντιπαλέψει με τον πρωτεργάτη της αλβανικής ιδέας και στυλοβάτη του αλβανικού κομιτάτου, τον ίδιο το διοικητή Κορυτσάς, τον αμείλικτο διώκτη των Ελλήνων και όμως δε λύγισε, δεν οπισθοχώρησε ούτε συμβιβάσθηκε, όπως συνήθως γινόταν σε πολλές περιπτώσεις.
Αμέτρητες είναι οι πολυήμερες περιοδείες του ως και τα τελευταία απόμακρα χωριά της επαρχίας του, στα οποία μετά τη λειτουργία προχωρούσε στο κατάλληλο κήρυγμα, για να διαφωτίσει και εμψυχώσει το ποίμνιο του και προπαντός να το χαλυβδώσει στην πίστη του προς τον ελληνισμό, αδιαφορώντας για τις πλεκτάνες και ενέδρες που κάθε τόσο στήνονταν από τα όργανα της αλβανορουμανικής προπαγάνδας. Στις εκκλήσεις του, όμως, προς τις αρμόδιες αρχές για περιστολή της αυθαιρεσίας των Τουρκαλβανών, το υπουργείο Εσωτερικών εκώφευε.
Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα ο Φώτιος βαλλόμενος από θεούς και δαίμονες όχι μονάχα των εντοπίων εμφανών και αφανών οργάνων της αλβανικής και ρωμουνικής προπαγάνδας αλλά και των ύπουλων οργάνων της αυστριακής και ιταλικής, που η καθεμιά ενεργούσε για δικό της λογαριασμό εποφθαλμιώντας τα ιερά χώματα της Βορείου Ηπείρου, εβάδιζε σταθερά προς το δρόμο του μαρτυρίου, πιστός στα πεπρωμένα της φυλής.
Από τη στιγμή που στο δημοσιογραφικό όργανο των μισθάρνων οργάνων του Αλβανικού Κομιτάτου DRIΤΑ είχαν δημοσιευθεί οι φράσεις:
«Αν πηγαίνεις μ' αυτήν την γνώμη (της υπερασπίσεως δηλ. του ελληνισμού) ωρέ καπετάν Φώτη, δεν θα σ' εύρη ο χρόνος», από τη στιγμή εκείνη είχε τεθεί η σφραγίδα του θανάτου του, αρκεί να βρισκόταν η ευκαιρία.
Και η ευκαιρία δεν άργησε να βρεθεί. Οι εχθροί του πληροφορήθηκαν από το συνεργό του μουτεσαρίφη ότι ο Φώτιος, επιμένοντας να περιοδεύει παρά τις απαγορευτικές διαταγές των τουρκικών αρχών, θα πήγαινε στο χωριό Μπραβδίτσα, για να ιερουργήσει την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1906.
Για να φτάσει έγκαιρα στο χωριό, ξεκίνησε το Σάββατο 9 του μηνός χωρίς στρατιωτική συνοδεία, όπως έπρεπε, γιατί του την αρνήθηκε ο μουτεσαρίφης, με αποτέλεσμα λίγο έξω από το χωριό να προσβληθεί από την αλβανορουμανική συμμορία του Μπαϊράμ Φεχμή και να πέσει νεκρός ύστερα από δολοφονική ενέδρα που του είχε στηθεί.
Ο θάνατος του συγκλόνισε το πανελλήνιο και η συγκίνηση των κατοίκων της Κορυτσάς ήταν απερίγραπτη κατά την ώρα της κηδείας του που έγινε από τους μητροπολίτες Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και Δυρραχίου Προκόπιο στις 12 Σεπτεμβρίου με συμμετοχή δεκάδων ιερέων και χιλιάδων Ελλήνων της πόλεως, οι οποίοι με την αθρόα συμμετοχή τους που έλαβε διαστάσεις παλλαϊκού συλλαλητηρίου εκδήλωσαν την έντονη δυσαρέσκεια τους για το ανήκουστο γεγονός και τις εύλογες διαμαρτυρίες τους.
Ο Φώτιος δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα. Από μικρό παιδί είχε γαλουχηθεί με τα νάματα της ορθοδοξίας και δεν παρέλειπε ποτέ να εκδηλώνει με ενθουσιασμό την αγάπη του προς τη μητέρα Ελλάδα, την οποία και υπενθύμιζε στο ακροατήριο του σε κάθε του κήρυγμα, εξυμνώντας το μεγαλείο της, αδιάφορο αν τον παρακολουθούσε «κατά πόδας» η τουρκική αστυνομία με τους αλβανορωμούνους συνεργούς της.
Σε γράμμα του προς τον αδελφό του Παναγιώτη, πριν ακόμη ιερωθεί έγραφε: «Απεφάσισα να μείνω άγαμος, δια να δυνηθώ να εκπληρώσω τον σκοπόν μου ευκολώτερον και καλύτερον», πράγμα που έκαμε με αυταπάρνηση, θυσιαζόμενος στο βωμό της Πατρίδας. Ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας HEINRICH GELZER, περιγράφοντας τη συνάντηση που είχε μαζί του στην Κορυτσά το 1903 αναφέρει ότι ο Φώτιος «είναι ένας νέος πολύ δραστήριος άνθρωπος, που έχει αντιληφθεί πως πρέπει να είναι αγαπητός από το ποίμνιο του, χάρη στον έντονο ζήλο του... Έχει πλουτίσει την Εκκλησία με πολλές αγαθοεργίες και είναι αυτός που εισήγαγε στην Κορυτσά το κυριακάτικο κήρυγμα».
Η ακτινοβολία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όταν το 1897 πέρασε από τη Βιέννη, μετά την επίσκεψη που είχε κάνει στους γονείς του στη Σεβαστούπολη της Ρωσίας, έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ το Β', ο οποίος μάλιστα τόσο εντυπωσιάσθηκε από την παρουσία του, ώστε τηλεγράφησε στο Πατριαρχείο να παραταθεί η άδεια παραμονής κοντά του.
Το θάνατο του θρήνησε και ολόκληρος ο τότε υπόδουλος ελληνισμός και ο τάφος του μεγαλοπρεπής βρισκόταν κοντά στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς τα εγκαίνια του οποίου έγιναν «επί των ημερών του».
Το σκληρό και τυραννικό καθεστώς της Αλβανίας, θεωρώντας τον απαίσιον εχθρό, όχι μονάχα εξαφάνισε τον τάφο αλλά και ισοπέδωσε το ναό, που τον έκανε πλατεία, πιστεύοντας ότι θα εξαλείψει τη μνήμη του και καθετί που σχετίζεται με την Εκκλησία και την Ελλάδα.
Αλλά «δεινώς προς κέντρα λακτίζει...
Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και ειδικότερα της Κορυτσάς δεν παύουν ποτέ να θυμούνται το δεσπότη τους, τον ιεράρχη που μαρτύρησε στα άγια χώματα τους, αναπολώντας τη σεβάσμια μορφή του και το υπέροχο έργο του και μόνη τους προσδοκία είναι η αποκατάσταση τους σ' ένα ελεύθερο καθεστώς, σε μια ελεύθερη Βόρειο Ήπειρο με κατοχυρωμένα τα καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα, μιαν Ήπειρο για την οποία τόσο αγωνίστηκαν χύνοντας ποταμούς αιμάτων για την απελευθέρωση της, μιαν Ήπειρο της οποίας οι αγώνες επιτέλους καιρός είναι να δικαιωθούν.
http://santeos.blogspot.gr
στο 15° Συνέδριο Αυτογνωσίας
O Φώτιος Καλπίδης, γόνος επταμελούς αρχοντικής βιβλικής οικογένειας του Τσαγκράκ της Κερασούντας του Πόντου, γεννήθηκε το 1862 και μετά τις προκαταρκτικές του σπουδές στο Τσαγκράκ φοίτησε στο Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, για να μεταβεί κατόπιν στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία και αποφοίτησε το 1889 με άριστα ως «διδάκτωρ της θεολογίας». Το 1890 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και αμέσως διορίστηκε διευθυντής των σχολών της Κερασούντας.
Το 1897 διορίζεται αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου και χειροτονείται πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης, για να γίνει αμέσως μετά τον επόμενο χρόνο μέλος της συντακτικής επιτροπής του επισήμου οργάνου του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική αλήθεια», υπηρεσία στην οποία έδειξε αμέριστο ζήλο και συνετέλεσε με κάθε τρόπο στη βελτίωση της εκδόσεως και διαδόσεως του περιοδικού αυτού. Στις 16 Μαΐου 1902 εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής και λίγες μέρες μετά, στις 19 Μάιου, χειροτονείται μητροπολίτης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ και ολόκληρη την Ιερά Σύνοδο.
Με τους καλύτερους οιωνούς ο Φώτιος, γεμάτος όνειρα και προσδοκίες για την υπεράσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας και του Γένους, ξεκινάει για τη νέα του θέση, την Κορυτσά, στην οποία και καταφθάνει στις 7 Ιουλίου 1902, όπου και γίνεται δεκτός από τα πλήθη των χριστιανών της ελληνικής κοινότητας, που έσπευσαν να τον υποδεχθούν με μεγάλη χαρά.
Την εποχή αυτή ο μακεδoνικός αγώνας βρισκόταν στο κρίσιμο σημείο του περιορισμού των διπλωματικών διαμαρτυριών της ελληνικής κυβερνήσεως και της μεταβάσεως στον ένοπλο αγώνα, εφόσον διάφορες συμμορίες κομιτατζήδων λυμαίνονταν την ύπαιθρο και κατατρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο φτάνει ο Φώτιος στην Κορυτσά. Οι ξένες προπαγάνδες (αυστριακή, ιταλική, ρουμανική, αλβανική και κάπως υποτονική η βουλγαρική) οργιάζουν. Συμμορίες ποικίλων αποχρώσεων περιτρέχουν την ύπαιθρο και μολύνουν τον ιερό βορειοηπειρωτικό χώρο.
Μοναδικό, λοιπόν, στήριγμα του πληθυσμού της περιοχής, άμεσο, απέμενε η Μητρόπολη με το Φώτιο, αφού αυτός δεχόταν τα μηνύματα του χειμαζόμενου ποιμνίου του, τα οποία και διαβίβαζε στον πρόξενο Μοναστηρίου. Αυτός έπρεπε να αντιμετωπίσει κάθε επιβουλή, αυτός έπρεπε ν' αναχαιτίσει τις προσπάθειες των ξένων προπαγανδών και ιδιαίτερα της αλβανορωμουνικής, η οποία και πρωτοστατούσε στον αγώνα εναντίον του ελληνισμού, αυτός έπρεπε ν' αντιταχθεί στα σχέδια των συμμοριών, αυτός έπρεπε να εμψυχώνει, να φρονηματίζει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του.
Με άγρυπνο μάτι παρακολουθούσε την κατάσταση, για ν' αρχίσει αμέσως το σωτήριο έργο του. Πρώτο του μέλημα η παιδεία. Παιδεία και Εκκλησία, Ελλάδα και Χριστός θα ήταν οι άξονες της πορείας του και πάντα με γνώμονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Φωτιος Καλπιδης με την οικογενεια του
Αμέσως προβαίνει σε αναδιοργάνωση των εκπαιδευτηρίων Κορυτσάς, τα οποία είχαν τεράστια ακμή, και κατευθύνει το διδακτικό Εισηγητής ο προσωπικό με στόχο την καταπολέμηση του προσηλυτισμού των ξένων προπαγανδών.
Ιδιαίτερη θα είναι η μέριμνα του Φωτίου για τα σχολεία της υπαίθρου, εναντίον των οποίων με περισσότερο μένος καραδοκούν οι ξένοι προπαγανδιστές και περισσότερο θα στραφεί η προσοχή του στην ίδρυση σχολείων εκεί, όπου η οργιάζουσα ρουμανική και αλβανική προπαγάνδα είχε καταφέρει να καταπιέσει τους Έλληνες σε τέτοιο σημείο, ώστε λόγω ελλείψεως ελληνικών σχολείων ν' αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους στα δικά τους σχολεία.
Κλασική περίπτωση αποτελούν οι κοινότητες της Πλιάσας και Μπίγλιστας, στις οποίες, ενώ υπήρχε πληθυσμός ικανός με ελληνικά φρονήματα, δεν υπήρχαν ελληνικά σχολεία. Με συγκίνηση ο Φώτιος αναφέρει στον Πρόξενο Μοναστηρίου την, ύστερα από σύντονες ενέργειες του, ίδρυση ελληνικού σχολείου στην Πλιάσα, το δεύτερο προπύργιο του ρωμουνισμού μετά την Κορυτσά, καθώς και τις προσπάθειες του για την «ίδρυσιν Παρθεναγωγείου εν Μπιγλίστη εις ο κατ' ελάχιστον όρον θα φοιτώσι 55-60 κοράσια...».
Αυτή του ακριβώς η δραστηριότητα θα επαυξήσει την οργή των Ρωμούνων με αποτέλεσμα την επίθεση που οργάνωσαν εναντίον του στην Πλιάσα, καθώς στις 12 Ιουνίου 1906 μετέβαινε εκεί, για ν' αποσπάσει από τα χέρια τους την ελληνική εκκλησία, που είχαν καταλάβει πραξικοπηματικά. Απτόητος ο Φώτιος θα συνεχίσει τον αγώνα, παρόλον ότι τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι από το λιθοβολισμό που του έγινε.
Παράλληλα διοργανώνει και το διαφωτιστικό του έργο εναντίον των προπαγανδιστών με ομιλίες και κηρύγματα. Αποκαλυπτικότατο είναι το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ για πρώτη φορά. Πρόκειται για άρθρο της αλβανικής εφημερίδας DRITA που έβγαινε στη Σόφια και υποθαλπόταν από την τότε βουλγαρική κυβέρνηση και το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο με έδρα το Βουκουρέστι.
Στο φύλλο με αριθμό 74 της 1ης Μαρτίου 1906, αφού ο συντάκτης του άρθρου καταφερθεί κατά του Φωτίου με απρεπείς και οξείς χαρακτηρισμούς, επειδή αγωνίζεται «ως ο Καστοριάς και Πελαγωνίας προς διάδοσιν της ελληνικής ιδέας», μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:
«Κηρύσσει απαρεγκλίτως εκάστην Κυριακήν και εορτήν, μη εξαιρουμένων ουδ' αυτών των Σαββάτων των μνημόσυνων τον λόγον του Θεού άμα δε και την ελληνικήν ιδέαν ... αδιαφορών αν η ώρα είναι κατάλληλος ή όχι... Διασαλπίζει παν ό,τι δύναται... να συναγάγη εκ του Ευαγγελίου και συγχρόνως... φέρει όλως ακαταλλήλως και αποτόμως τον λόγον επί της ελληνικής ιδέας και του ελληνισμού, άνευ του οποίου, κατ' αυτόν, ουδέ πολιτισμός θα υπήρχε νυν ουδέ Ευρώπη ή Αμερική».
Εντονότατη ήταν η αντίδραση του Φωτίου στα μέτρα που πήρε η ρουμανική προπαγάνδα, υποβοηθούμενη από την αλβανική, που προσπαθούσε να καταγράψει τους Έλληνες ως «αρναούτ» και όχι «ρουμ», για να αλλοιώσει τη σύσταση του πληθυσμού, αποσκοπώντας να δείξει στις ξένες δυνάμεις ότι ο πληθυσμός ήταν αλβανορωμουνικός και ότι οι Έλληνες ήταν μια μειοψηφία.
Γνώριζε ότι είχε ν' αντιπαλέψει με τον πρωτεργάτη της αλβανικής ιδέας και στυλοβάτη του αλβανικού κομιτάτου, τον ίδιο το διοικητή Κορυτσάς, τον αμείλικτο διώκτη των Ελλήνων και όμως δε λύγισε, δεν οπισθοχώρησε ούτε συμβιβάσθηκε, όπως συνήθως γινόταν σε πολλές περιπτώσεις.
Αμέτρητες είναι οι πολυήμερες περιοδείες του ως και τα τελευταία απόμακρα χωριά της επαρχίας του, στα οποία μετά τη λειτουργία προχωρούσε στο κατάλληλο κήρυγμα, για να διαφωτίσει και εμψυχώσει το ποίμνιο του και προπαντός να το χαλυβδώσει στην πίστη του προς τον ελληνισμό, αδιαφορώντας για τις πλεκτάνες και ενέδρες που κάθε τόσο στήνονταν από τα όργανα της αλβανορουμανικής προπαγάνδας. Στις εκκλήσεις του, όμως, προς τις αρμόδιες αρχές για περιστολή της αυθαιρεσίας των Τουρκαλβανών, το υπουργείο Εσωτερικών εκώφευε.
Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα ο Φώτιος βαλλόμενος από θεούς και δαίμονες όχι μονάχα των εντοπίων εμφανών και αφανών οργάνων της αλβανικής και ρωμουνικής προπαγάνδας αλλά και των ύπουλων οργάνων της αυστριακής και ιταλικής, που η καθεμιά ενεργούσε για δικό της λογαριασμό εποφθαλμιώντας τα ιερά χώματα της Βορείου Ηπείρου, εβάδιζε σταθερά προς το δρόμο του μαρτυρίου, πιστός στα πεπρωμένα της φυλής.
Από τη στιγμή που στο δημοσιογραφικό όργανο των μισθάρνων οργάνων του Αλβανικού Κομιτάτου DRIΤΑ είχαν δημοσιευθεί οι φράσεις:
«Αν πηγαίνεις μ' αυτήν την γνώμη (της υπερασπίσεως δηλ. του ελληνισμού) ωρέ καπετάν Φώτη, δεν θα σ' εύρη ο χρόνος», από τη στιγμή εκείνη είχε τεθεί η σφραγίδα του θανάτου του, αρκεί να βρισκόταν η ευκαιρία.
Και η ευκαιρία δεν άργησε να βρεθεί. Οι εχθροί του πληροφορήθηκαν από το συνεργό του μουτεσαρίφη ότι ο Φώτιος, επιμένοντας να περιοδεύει παρά τις απαγορευτικές διαταγές των τουρκικών αρχών, θα πήγαινε στο χωριό Μπραβδίτσα, για να ιερουργήσει την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1906.
Για να φτάσει έγκαιρα στο χωριό, ξεκίνησε το Σάββατο 9 του μηνός χωρίς στρατιωτική συνοδεία, όπως έπρεπε, γιατί του την αρνήθηκε ο μουτεσαρίφης, με αποτέλεσμα λίγο έξω από το χωριό να προσβληθεί από την αλβανορουμανική συμμορία του Μπαϊράμ Φεχμή και να πέσει νεκρός ύστερα από δολοφονική ενέδρα που του είχε στηθεί.
Ο θάνατος του συγκλόνισε το πανελλήνιο και η συγκίνηση των κατοίκων της Κορυτσάς ήταν απερίγραπτη κατά την ώρα της κηδείας του που έγινε από τους μητροπολίτες Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και Δυρραχίου Προκόπιο στις 12 Σεπτεμβρίου με συμμετοχή δεκάδων ιερέων και χιλιάδων Ελλήνων της πόλεως, οι οποίοι με την αθρόα συμμετοχή τους που έλαβε διαστάσεις παλλαϊκού συλλαλητηρίου εκδήλωσαν την έντονη δυσαρέσκεια τους για το ανήκουστο γεγονός και τις εύλογες διαμαρτυρίες τους.
Ο Φώτιος δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα. Από μικρό παιδί είχε γαλουχηθεί με τα νάματα της ορθοδοξίας και δεν παρέλειπε ποτέ να εκδηλώνει με ενθουσιασμό την αγάπη του προς τη μητέρα Ελλάδα, την οποία και υπενθύμιζε στο ακροατήριο του σε κάθε του κήρυγμα, εξυμνώντας το μεγαλείο της, αδιάφορο αν τον παρακολουθούσε «κατά πόδας» η τουρκική αστυνομία με τους αλβανορωμούνους συνεργούς της.
Σε γράμμα του προς τον αδελφό του Παναγιώτη, πριν ακόμη ιερωθεί έγραφε: «Απεφάσισα να μείνω άγαμος, δια να δυνηθώ να εκπληρώσω τον σκοπόν μου ευκολώτερον και καλύτερον», πράγμα που έκαμε με αυταπάρνηση, θυσιαζόμενος στο βωμό της Πατρίδας. Ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας HEINRICH GELZER, περιγράφοντας τη συνάντηση που είχε μαζί του στην Κορυτσά το 1903 αναφέρει ότι ο Φώτιος «είναι ένας νέος πολύ δραστήριος άνθρωπος, που έχει αντιληφθεί πως πρέπει να είναι αγαπητός από το ποίμνιο του, χάρη στον έντονο ζήλο του... Έχει πλουτίσει την Εκκλησία με πολλές αγαθοεργίες και είναι αυτός που εισήγαγε στην Κορυτσά το κυριακάτικο κήρυγμα».
Η ακτινοβολία του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όταν το 1897 πέρασε από τη Βιέννη, μετά την επίσκεψη που είχε κάνει στους γονείς του στη Σεβαστούπολη της Ρωσίας, έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ το Β', ο οποίος μάλιστα τόσο εντυπωσιάσθηκε από την παρουσία του, ώστε τηλεγράφησε στο Πατριαρχείο να παραταθεί η άδεια παραμονής κοντά του.
Το θάνατο του θρήνησε και ολόκληρος ο τότε υπόδουλος ελληνισμός και ο τάφος του μεγαλοπρεπής βρισκόταν κοντά στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς τα εγκαίνια του οποίου έγιναν «επί των ημερών του».
Το σκληρό και τυραννικό καθεστώς της Αλβανίας, θεωρώντας τον απαίσιον εχθρό, όχι μονάχα εξαφάνισε τον τάφο αλλά και ισοπέδωσε το ναό, που τον έκανε πλατεία, πιστεύοντας ότι θα εξαλείψει τη μνήμη του και καθετί που σχετίζεται με την Εκκλησία και την Ελλάδα.
Αλλά «δεινώς προς κέντρα λακτίζει...
Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και ειδικότερα της Κορυτσάς δεν παύουν ποτέ να θυμούνται το δεσπότη τους, τον ιεράρχη που μαρτύρησε στα άγια χώματα τους, αναπολώντας τη σεβάσμια μορφή του και το υπέροχο έργο του και μόνη τους προσδοκία είναι η αποκατάσταση τους σ' ένα ελεύθερο καθεστώς, σε μια ελεύθερη Βόρειο Ήπειρο με κατοχυρωμένα τα καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα, μιαν Ήπειρο για την οποία τόσο αγωνίστηκαν χύνοντας ποταμούς αιμάτων για την απελευθέρωση της, μιαν Ήπειρο της οποίας οι αγώνες επιτέλους καιρός είναι να δικαιωθούν.
http://santeos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου