Του Μηνά Λέκκα
Πούθε ν’ αρχίσω να τα πω και πώς να τ’ αραδιάσω,
τα ντέρτια που ‘χω μέσα μου, ν’ αδειάσω, να ξεσκάσω;
Δεν είναι ένα, ούτε δυο, ούτ’ εκατό, ούτ’ χίλια,
χιλιάδες είν’ τα ντέρτια μου, δακρύβρεχτα μαντήλια.
Μουσκεύουν απ’ τα δάκρυα μου, στεγνώνουν απ’ τον πόνο
κι εγώ μονάχη κι έρημη, χρόνο το χρόνο λιώνω.
Τ’ ακούτε τα κλαρίνα μου; Τ’ ακούτε πως φωνάζουν;
Πως κλαίνε, πως μοιρολογούν, πως βαριαναστενάζουν;
Είν’ της ψυχής μου η φωνή, το κλάμα της ψυχής μου,
Το βογκητό της μάνας γης, της γης της πατρικής μου.
Γι’ αυτή τη γη για… τη σκληρή την πέτρα ,το χωράφι.
Το χώμ’ αυτό το καρπερό, το χώμα το χρυσάφι.
Που τόσες σκέπασε γενιές και στη ζεστή αγκαλιά του,
φυλάει με μητρική στοργή τα άγια κόκαλά τους.
Δεν είναι ένα ,ούτε δυο, δεν είναι δέκα χρόνια,
αιώνες τώρα έζησα και ζω στην καταφρόνια…
Με στράγγισαν οι φυλακές, με φάγαν οι εξορίες,
Τη σάρκα μου τη σπάραξαν όρνια και καρχαρίες.
Μου στέρησανε το Θεό, μου βρίσανε τη μάνα,
Με θάψανε χωρίς παπά, θυμίαμα και καμπάνα.
Μου φόρτωσαν το σταυρό κι εγώ το Γολγοθά μου,
βουβός τον ανηφόρισα, σφίγγοντας την καρδιά μου.
Τ ’ άντεξα όλα στωικά, μέσα μου ζούσε η ελπίδα,
περήφανη και δυνατή η μάνα μου η πατρίδα.
Μα τώρα όμως τι να πω και ποια η παρηγοριά μου,
Εγώ κοντά στην μάνα μου κι η μάνα μου μακριά μου:!..
Είναι μεγάλος ο καημός κι αβάσταχτος ο πόνος,
Θεός σου να’ ναι ο Ελληνισμός κι εσύ να νιώθεις μόνος;!
Δεν είναι ένα, ούτε δυο, δεν είναι δέκα χρόνια…
Αιώνες τώρα πολεμώ, στα «μαρμαρένια αλώνια»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου