Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

15 Ιανουαρίου 1950: Το Ενωτικό Δημοψήφισμα της Κύπρου


του Δημήτρη Τζάφα,  μέλος Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Θεμάτων


Στις 15 - 22 Ιανουαρίου του 1950 ο Κυπριακός Ελληνισμός, κάτω από τους θόλους των εκκλησιών και μέσα σε ατμόσφαιρα ιερής μυσταγωγίας, κατέθεσε την ψυχή του στις δέλτους του Δημοψηφίσματος, αξιώνοντας Ένωση και μόνον Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα.
Μία αξίωση που την υπέγραψε στη συνέχεια και με το αίμα του κατά την επική τετραετία 1955 - 59, απαντώντας στο κυνικό «ουδέποτε» του Άγγλου υφυπουργού Αποικιών Χόπκινσον, μ' ένα αντρίκειο ελληνικό «Τώρα».


Ήταν η εποχή που ο Κυπριακός Ελληνισμός γνώριζε τι έχασε, τι έχει, τι του πρέπει και το κυριότερο γνώριζε πώς να το αποκτήσει, αντλώντας δύναμη και θερμουργό πνοή από τη βαθιά εθνική και θρησκευτική του συνείδηση.
Ήταν η εποχή των οραματισμών και του πυρώματος της καρδιάς, των ιδανικών και του αταλάντευτου προσανατολισμού προς την Ελλάδα.


Εθναρχική εγκύκλιος


Στις 8 Δεκεμβρίου του 1949 ο Εθνάρχης Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Β΄ αναγγέλλει επισήμως με εγκύκλιο προς το λαό τη διενέργεια Δημοψηφίσματος, προκειμένου να διατρανωθεί η αμετάκλητη θέληση του Κυπριακού Ελληνισμού για ενσωμάτωσή του στον εθνικό κορμό. 



Στην εγκύκλιο, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζονται τα ακόλουθα:
«Κυπριακέ λαέ. Του Θεού δώρον είναι η ελευθερία. Της Θείας ταύτης ευλογίας η μικρά πατρίς μας στερείται από αιώνων πολλών. Ξένος κυρίαρχος της Νήσου μας κατά την τελευταίαν εβδομηκονταετίαν παραμένει η Μεγάλη Βρεττανία. Διά την ανάκτησιν της ελευθερίας της η Κύπρος ουδέποτε έπαυσε να αγωνίζεται.
Διαμαρτυρίαι, υπομνήματα, συλλαλητήρια, πρεσβείαι, ουδόλως έτυχον της προσοχής του κυριάρχου, όστις μετεχειρίσθη παν μέσον προς κατάπνιξιν και υπονόμευσιν του εθνικού φρονήματος του Κυπριακού λαού.
Και επήλθε, τέλος, ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά τον οποίον μεγαλόστομοι ηκούσθησαν εκ νέου αι περί ελευθερίας και αυτοδιαθέσεως των λαών διακηρύξεις του στρατοπέδου των δημοκρατιών, εκ των ηγετών του οποίου ήσαν οι κυρίαρχοί μας Άγγλοι. Εις τον αγώνα εκείνον συνέβαλεν εκ των πρώτων η Κύπρος διά χιλιάδων στρατιωτών και του υλικού της πλούτου, ολοκαύτωμα δε κατέστη η Μήτηρ Ελλάς, διά να εξασφαλίσει διά της θυσίας της και την πρώτην και την τελικήν συμμαχικήν νίκην.


Τερματισθέντος όμως του πολέμου, έπεα πτερόεντα απεδείχθησαν αι περί ελευθερίας και δικαιοσύνης επαγγελίαι της Μ. Βρεττανίας και φενάκη αι προς την Ελλάδα και την Κύπρον αφειδείς υποσχέσεις της περί μερισμού των αγαθών της νίκης.
Η μέχρι τούδε στάσις της κυριάρχου δυνάμεως έχει πείσει πάντας, ότι αύτη παραμένει ασυγκίνητος προ της θελήσεως ημών, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος...
Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ' ενθουσιασμού.
Δι' Ένωσιν και μόνον Ένωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου.
Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ένωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα» (Βλ. Περιοδικό «Ελληνική Κύπρος», έκδοση του γραφείου Εθναρχίας Κύπρου, Τεύχος 10, Φεβρουάριος 1950, σελ. 43).


Παράλληλα ο Αρχιεπίσκοπος κοινοποίησε την απόφαση της Εθναρχίας στον Κυβερνήτη Ράιτ με επιστολή του, στην οποία επεσημείωνε ότι:
«Αφ' ης ημέρας προ 71 ετών η Ελληνική Κύπρος ετέθη υπό την διοίκησιν της Μεγ. Βρεττανίας, ουδέποτε έπαυσε ζητούσα την εθνικήν της αποκατάστασιν, διά της Ενώσεως μετά της Ελλάδος.
Ατυχώς, η Μ. Βρεττανία, παρορώσα την Ελληνικότητα της Νήσου, την θέλησιν του Κυπριακού λαού, τας αιωνίους ηθικάς αρχάς περί ελευθερίας και αυτοδιαθέσεως των λαών, εξακολουθεί να παρατείνει την επί της Κύπρου κυριαρχίαν της».
Επιπρόσθετα, ο Αρχιεπίσκοπος ανακοινώνει στον εκπρόσωπο της αποικιοκρατίας τη διενέργεια παγκυπρίου δημοψηφίσματος «αποσκοπούντος εις την έναντι παντός αδιαμφισβήτητον εκδήλωσιν του εθνικού φρονήματος του Κυπριακού λαού».
Η αναγγελία του Δημοψηφίσματος προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού.
Σωματεία, Κόμματα, Οργανώσεις και Πνευματικά Ιδρύματα με έκτακτες ανακοινώσεις καλούσαν τα μέλη τους σε εθνικό συναγερμό, ενώ ταυτόχρονα διετράνωναν προς την Εθναρχία την αταλάντευτη απόφασή τους να υποστηρίζουν ολόψυχα το Δημοψήφισμα.



Το ΑΚΕΛ και ο θρίαμβος


Το ΑΚΕΛ, σε ανακοίνωσή του που δημοσιεύθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1949, παρότρυνε τους Έλληνες της Κύπρου «να κάμουν την 15η του Γενάρη μέρα θριάμβου για την Ένωση και σαρωτικής ήττας για το ξενικό ιμπεριαλιστικό καθεστώς» (Βλ. Άριστου Κάτση, «Πώς φθάσαμε στο Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950», Εφημερίδα: Πολίτης, 20 Ιανουαρίου 2002).


Η Κεντρική Επιτροπεία της Παγκυπρίου Ομοσπονδίας Θρησκευτικών Ορθοδόξων Ιδρυμάτων, με εγκύκλιο που εξέδωσε στις 10 Δεκεμβρίου του 1949, μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι: 
«ημείς όλοι καλούμεθα να αγωνισθώμεν επί των επάλξεων του εθνικού μας αγώνος, ώστε την 15ην Ιανουαρίου ο ξένος κυρίαρχος να ακούσει στεντορείαν την φωνήν της Εθναρχίας. Και η φωνή αύτη εκπεμπομένη από τους δυνατούς πομπούς των Ελληνικών καρδιών του λαού μας, θα διασχίσει τους αιθέρες, διά να μεταφέρει το μήνυμα των πόθων και των αγώνων μας εις τα ώτα των όπου γης φιλελευθέρων λαών» (Βλ. Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου «Η μαρτυρία μου», έκδοση Ιδρύματος Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, Λευκωσία 1995, σελ. 127).

Εξάλλου, η Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωση Νέων Κύπρου, σε αντίστοιχη εγκύκλιο προς τα μέλη της, υπογραμμίζει ότι: «Το σύνθημα της Εθναρχίας ''Ένωσις και μόνον Ένωσις'' αποτελεί το Εθνικόν ''πιστεύω'' σύμπαντος του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου».
Η αναγγελία του Δημοψηφίσματος συνήγειρε τους απανταχού Έλληνες σε μια θαυμαστή ενότητα ψυχών. Χιλιάδες μηνύματα και τηλεγραφήματα συμπαρατάξεως στον εθνικό αγώνα της Κύπρου αποστέλλονται στην Εθναρχία.


Στη Βουλή της ελευθέρας πατρίδος το θέμα κυριαρχεί. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1949 ο βουλευτής Χ. Αλιβιζάτος, επικεφαλής πολλών συναδέλφων του, καταθέτει πρόταση ψηφίσματος, με την οποία η Εθνική Αντιπροσωπία, «διερμηνεύουσα τα αισθήματα του Ελληνικού λαού, διαδηλοί την εμπιστοσύνην της προς το Εθνικόν αγώνα του λαού της Ελληνικής Κύπρου υπέρ της ενώσεώς του μετά της Μητρός Πατρίδος και συγχρόνως διακηρύσσει την πίστιν της εις την τελικήν αναγνώρισιν και δικαίωσιν των δικαίων του Κυπριακού λαού» (Βλ. Βουλή των Ελλήνων «Το Κυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων», Αθήνα, 1994, Τόμος Α', σελ. 19).


Αλαζονική στάση των αποικιοκρατών


Η αποικιοκρατία, όπως ήταν προφανές, αντιμετώπισε το Δημοψήφισμα με την αλαζονεία και τον κυνισμό που χαρακτηρίζουν τους όπου γης δυνάστες. 

Ο Κυβερνήτης Ράιτ, στις 17 Δεκεμβρίου 1949, απέστειλε επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει: «Αντιλαμβάνομαι ότι η λέξις ''δημοψήφισμα'' χρησιμοποιείται διά να περιγράψει την οργανωμένην εκλιπάρησιν του κοινού, όπως υπογράψει έγγραφον προσλαμβάνοντος την μορφήν διακηρύξεως των πόθων του. 
Η προτεινόμενη αίτησις ή διακήρυξις θα συσχετίζεται αμέσως με το θέμα της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Η στάσις της Κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος και συνεπώς και της Κυπριακής Κυβερνήσεως, επί του θέματος τούτου, όπως επανειλημμένως διετυπώθη, είναι ότι το ζήτημα είναι κλειστόν» (Βλ. Περιοδικό «Ελληνική Κύπρος», Τεύχος 10, Φεβρουάριος 1950, σελ. 45).

Κορυφαία εκδήλωση εθνικής αυτογνωσίας


Τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος ήσαν αναμενόμενα. Ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της νήσου -εκτός από μίαν ασήμαντη μειονότητα δημοσίων υπαλλήλων, στους οποίους η κυβέρνηση επέβαλε να απόσχουν- ψήφισε υπέρ της Ενώσεως με την Ελλάδα. 215.108 δικαιούμενοι ψήφου Έλληνες Κύπριοι διετράνωσαν με εθνική έξαρση αλλά και πολιτική ωριμότητα τον ενωτικό πόθο.


Το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950, το οποίο απετέλεσε κορυφαία εκδήλωση εθνικής αυτογνωσίας και συνειδητή πολιτική πράξη του Κυπριακού Ελληνισμού, είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική ηθική νίκη των Ελλήνων της Κύπρου κατά της αποικιοκρατίας. Όμως, πέραν του ανυπερβλήτου ηθικού του περιεχομένου, τόσο το Δημοψήφισμα όσο και ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ που ακολούθησε, δεν οδήγησαν -κακή τη μοίρα- την πολυφίλητη Κύπρο στην εκπλήρωση του εθνικού οράματος.


Φυσικά γι' αυτό δεν ευθύνονται οι χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι πατριώτες, που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα σε όρη, σπήλαια και οπές της γης, αντί δε της πολυπόθητης ελευθερίας βίωσαν αρχικά την ψευδεπίγραφη Ανεξαρτησία και στη συνέχεια την εθνική ήττα του 1974.
Αν θέσουμε τους εαυτούς μας σε αυστηρή εθνική περισυλλογή, χωρίς το παραμορφωτικό φίλτρο των όποιων σκοπιμοτήτων, θα οδηγηθούμε στο πικρό συμπέρασμα πως, σε ό,τι αφορά το εθνικό θέμα της Κύπρου, ο Ελληνισμός σε επίπεδο ηγεσίας στερείται ενιαίας και πάγιας εθνικής στρατηγικής.


Όσο το Έθνος δεν οριοθετεί το στόχο, που στην παρούσα φάση δεν πρέπει να είναι άλλος από τον τερματισμό της κατοχής και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, τόσο θα πελαγοδρομεί σε αδιέξοδους ατραπούς, αναζητώντας «βιώσιμες» λύσεις ανάμεσα σε «ομοσπονδίες», «Δέσμες Ιδεών» και εκτρώματα τύπου «Ανάν», εκδοχές που παγιώνουν την κατοχή και τα διχοτομικά τετελεσμένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου