Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ
- Η κατασκοπεία γύρω από το Μπιζάνι και ο εξοπλισμός των Ηπειρωτών στα νώτα του εχθρού
* Την ώρα που τα Γιάννινα γιορτάζουν ένα Ιωβιλαίο, τα 100 χρόνια της ελεύθερης ζωής τους, επιβάλλεται να τιμήσουμε κάπως ξεχωριστά τους αφανείς εκείνους ήρωες που βοήθησαν από το δικό τους μετερίζι τον αγωνιζόμενο Ελληνικό Στρατό.
Είναι γνωστό ότι πριν από την επανάσταση του 1821 ιδρύθηκε το 1814 η Φιλική Εταιρεία, η οποία προετοίμασε το Έθνος για την Επανάσταση του 1821. Όταν ήλθε βέβαια η ώρα για νέα εξόρμηση για την απελευθέρωση της Ηπείρου ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Υπήρχε, το μικρό έστω, ελληνικό κράτος συγκροτημένο σαν στήριγμα των αλυτρώτων Ελλήνων. Στην προσπάθεια του ελεύθερου ελληνικού κράτους όμως χρειαζόταν και κάτι ανάλογο με την Φιλική Εταιρεία του 1821.
Η διάβρωση του ισχυρού και υπερεξοπλισμένου αντιπάλου ήταν απαραίτητη. Έπρεπε κάποιοι ψυχωμένοι άνδρες Έλληνες ατρόμητοι πατριώτες να αναλάβουν ένα επικίνδυνο έργο μέσα στη φωλιά του λύκου για να γίνει δυνατό να πέσει το θρυλικό Μπιζάνι. Έπρεπε να ξεδοντιαστεί το λιοντάρι για να γίνει ακίνδυνο την ώρα που θα έπεφτε το Κάστρο. Για να χαράξει όσο το δυνατό πιο γρήγορα η λευτεριά. Το ρόλο της Φιλικής Εταιρείας έπαιξε εδώ η «Ηπειρωτική Εταιρεία».
Το έργο αυτό το έφεραν σε αίσιο πέρας ψυχωμένοι πατριώτες από τα Γιάννινα και τα περίχωρα. Πρέπει να αποδίδονται και σ’ αυτούς οι τιμές και το οφειλόμενο χρέος. Είναι οι αφανείς ήρωες που πρόσφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον τόπο αρκετά πριν από την πολιορκία των Ιωαννίνων, καθώς και στη διάρκεια του πεντάμηνου αγώνα γύρω από το θρυλικό Μπιζάνι...
Οι νέοι αυτοί πολύ πριν αρχίσει ο πόλεμος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, είχαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους έναν άλλο ύπουλο εχθρό: ήταν η επικίνδυνη Ρουμανική προπαγάνδα εις βάρος των βλαχοφώνων Ελλήνων, η οποία είχε αρχίσει πριν από μερικές δεκαετίες με αρχηγό τον διαβόητο Απόστολο Μαργαρίτη, πληρωμένο προπαγανδιστή των Ρουμάνων, από την Αβδέλα Γρεβενών. Διακήρυττε, δηλαδή, ότι όσοι μιλούν βλάχικα είναι Ρουμάνοι. Ήθελαν, με άλλα λόγια, να δημιουργήσουν μειονοτικό πρόβλημα.
Παρά την πάροδο, όμως, τόσου χρόνου η προπαγάνδα δεν απέδωσε τους καρπούς που περίμεναν. Αποφάσισε τότε η Ρουμανία να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η ίδρυση προξενείων σε διάφορες πόλεις. Μία από αυτές ήταν και τα Ιωάννινα. Η ίδρυση του Προξενείου τον Φεβρουάριο 1904 και ο θολούμενους καθημερινά ορίζοντας στη Βαλκανική, ανησύχησε λίγους νεαρούς επιστήμονες των Ιωαννίνων και συσπειρώθηκαν γύρω από τον Γιαννιώτη ιεροκήρυκα παπά-Κώστα Θωμαΐδη. Οι νέοι αυτοί ήταν οι ιατροί Αριστοτέλης Χρηστίδης και Δημήτρης Βλαχλείδης, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει ως εθελοντές του Ελληνικού Στρατού στον ατυχή πόλεμο του 1897, καθώς και ο τελειόφοιτος της Νομικής Αλέξανδρος Λειβαδέας (που πήρε το ψευδώνυμο Λάιος). Αργότερα μπήκε στην ομάδα και ο δικηγόρος Περικλής Γεωργίτσης.
Η ομάδα αυτή ανέλαβε με φανατισμό τον αγώνα κατά της ρουμανικής προπαγάνδας, αλλά και γενικότερα την αφύπνιση του Ηπειρωτικού λαού και την προετοιμασία του για την εξέγερση κατά του δυνάστη στην κατάλληλη ώρα. Στη σημερινή οδό Παύλου Μελά 4 υπήρχε μικρό σπιτάκι του Θωμαΐδη. Εκεί συναντώντο οι ολίγοι αυτοί νέοι σχεδόν κάθε μέρα. Εκεί συζητούσαν για τις διάφορες φάσεις της Ρουμανικής προπαγάνδας και κατάστρωναν τα σχέδια, για να αντιδράσουν ανάλογα. Τα σχέδιά τους πολλές φορές ήταν παράτολμα.
Με τρόπο έπεισαν τους Γιαννιώτες να μην νοικιάσει κανείς κατοικία για στέγαση του Ρουμανικού Προξενείου. Έτσι ο πρόξενος Μπαντενάου αναγκάστηκε να στεγαστεί «εις οικίαν σεσαθρωμένην» Βηλαρά 21, που ανήκε στον Τούρκο Χασάν Καραμέτα «αντί αδροτάτου μισθώματος».
Στις 12 Ιουλίου 1904 θα εγίνετο η επίσημη τελετή της έπαρσης της σημαίας του Προξενείου στην οποία είχαν προσκληθεί να παραστούν όλες οι αρχές. Ο θυρεός του βασιλέως της Ρουμανίας είχε καλυφθεί από το βράδυ με άσπρο σεντόνι, για να αποκαλυφθεί την άλλη ημέρα με την έπαρση της σημαίας. Το πρωί ο θυρεός βρέθηκε επιχρισμένος με λάσπες. Στην επιχείρηση αυτή χρησιμοποιήθηκε ο Νικ. Νταμκόλιας, ο οποίος ουδέποτε απεκαλύφθη...
Ο Ρουμάνος Πρόξενος όταν έβγαινε στην αγορά εγιουχαΐζονταν άγρια από μια ομάδα νέων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο γνωστός Αθανάσιος Τσεκούρας.
Μόνον σε ένα χωριό του Ζαγορίου κατόρθωσαν να παρασύρουν μέρος των κατοίκων.
Ο Μπαντενάου ετοιμάζονταν να εγκαταστήσει εκεί τον Ρουμάνο παπά Πορφυρέσκου και ζήτησε από τον Γεν. Διοικητή του Βιλαερίου την παραχώρηση της εκκλησίας του χωριού για να γίνεται η λειτουργία στη ρουμανική γλώσσα. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης η ομάδα έστειλε τον ιεροκήρυκα Κων/τίνο Θωμαΐδη το καλοκαίρι του 1905.
Ο Θωμαΐδης βοηθούμενος και από μια ισχυρή και δυναμική οικογένεια του χωριού και από την πλειοψηφία των κατοίκων που έμενε πιστή στα πάτρια, επέτυχε να ναυαγήσουν τα σχέδια των μεγαλομανών ρουμανιζόντων. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, γιατί το ρουμανικό χρυσάφι έρρεε άφθονο και χρησιμοποιούσαν χίλιους δυο τρόπους. Βρέθηκαν και μερικοί Εφιάλτες. Ανάμεσά τους, δυστυχώς και ένας δάσκαλος ο σατανικός Κων/τίνος Σιάμπας (διδάσκαλος στα Γιάννινα) ο οποίος τελικά έγινε πολύ επικίνδυνος. Η ομάδα του Θωμαΐδη ανησυχούσε και μη βλέποντας άλλη λύση αποφασίστηκε ομόφωνα ο φόνος του βδελυρού καταδότη. Την απόφαση εκτέλεσε στις 4 Μαρτίου 1906 ο νεαρός Βαγγέλης Μπαμπούρης έξω από το σπίτι του στην οδό Μελετίου Γεωγράφου 31, ακριβώς μπροστά στο σπίτι του Κώστα Φώτου.
Το γεγονός αυτό φέρει αμέσως συνειρμικά στη σκέψη μας ανάλογη πράξη της Φιλικής Εταιρείας, όταν εκτέλεσαν οι ίδιοι τον Γαλάτη, ο οποίος με την συμπεριφορά του είχε γίνει επικίνδυνος, μολονότι ήταν μέλος της Φιλικής.
Ο φόνος του Σιάμπα κατατάραξε τις τουρκικές αρχές. Αντιλαμβάνονταν ότι κάποια αόρατη δύναμη ήταν το κίνητρο αυτής της πράξης, οι δε ρουμανίζοντες τρομοκρατήθηκαν κυριολεκτικά. Έλαβαν έκτακτα μέτρα για την φρούρηση του προξενείου, της Ρουμανικής σχολής και των πρωτεργατών της ρουμανικής προπαγάνδας. Με υπόδειξη των ρουμανιζόντων συνέλαβαν τον ιεροκήρυκα Θωμαΐδη ως ηθικό αυτουργό, καθώς και τους δικηγόρους Λεωνίδα και Νέστορα Γεωργίτση. Μετά από προφυλάκιση 10 μηνων αθωώθηκε ο Θωμαΐδης. Οι αδελφοί Γεωργίτση καταδικάστηκαν σε ένα χρόνο φυλάκιση ο ένας και σε δύο ο άλλος. Τα μέλη της ομάδας αυτής αποτέλεσαν τον πυρήνα της «Ηπειρωτικής Εταιρείας».
***
Και ερχόμαστε τώρα στο θέμα της «Ηπειρωτικής Εταιρείας». Τον Σεπτέμβριο του 1906 το Γενικό Επιτελείο Στρατού έστειλε στο Προξενείο Ιωαννίνων, ως Γραμματέα, τον υπολοχαγό Πεζικού Κων/τίνο Τσιριγώτη με το ψευδώνυμο Τσαρόπουλος. Η αποστολή του ήταν να επαληθεύσει τον χάρτη της Ηπείρου και να συγκεντρώσει πληροφορίες χρήσιμες στην επιτελική υπηρεσία του Στρατού. Ο Τσιριγώτης, για την επιτυχία της αποστολής του ζήτησε και ήλθε σε επαφή με την γνωστή ομάδα Θωμαΐδη. Με την συνδρομή της ομάδας αυτής στην αρχή και με την «Ηπειρωτική Εταιρεία», που συγκροτήθηκε τον ίδιο χρόνο έφερε σε αίσιον πέρας την αποστολή του.
Στο μεταξύ, στον πολιτικό ορίζοντα των Βαλκανίων επύκνωναν καθημερινά τα μαύρα σύννεφα προαναγγέλλοντας καταιγίδα. Ο Μακεδονικός αγώνας εξελίχθηκε ευνοϊκά. Τα επεισόδια των Ιωαννίνων που είδαμε πιο πάνω έδειχναν ότι το έδαφος ήταν πρόσφορο για εθνική δράση. Επιπλέον δε οι κινήσεις των Αλβανών για ίδρυση Αλβανικού Κράτους, που θα συμπεριλάμβανε και την Ήπειρο, προμήνυαν τρομακτικούς κινδύνους για ολόκληρη την Ήπειρο.
Όλα αυτά έπεισαν επίλεκτους Ηπειρώτες, που έμεναν στην ελεύθερη Ελλάδα, ότι ήταν πλέον καιρός να αναλάβουν πρωτοβουλία για δράση. Έτσι, στις 25 Μαρτίου 1906 ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον υπομοίραρχο Σπύρο Σπυρομήλιο η «Ηπειρωτική Εταιρεία». Το διοικητικό συμβούλιο το αποτελούσαν οι: Γεώργιος Δούμας, Σπύρος Σπυρομήλιος από την Χειμάρρα Β. Ηπείρου, Βασ. Μελάς, Χρήστος Χρόνης, Χαράλαμπος Λιάμπεης, Χρήστος Χριστοβασίλης, Μιλτιάδης Πανταζής, Περικλής Καραπάνος, Παναγιώτης Δαγκλής, Αντισυνταγματάρχης και αργότερα Στρατηγός, Χρήστος Μαλάμος, Ταγματάρχης, Γεώργιος Γάγαρης, Διευθυντής της Εφημερίδας «Φωνή της Ηπείρου» και Αυγερινός Αβέρωφ, Πολιτευτής. Η Προεδρία ανατέθηκε στον Παναγιώτη Δαγκλή. Ψυχή όμως της Εταιρείας ήταν ο χαλκέντερος Σπυρομήλιος. «Τον έκαιεν ως πυρακτωμένος σίδηρος, το αίσχος του 1897, το οποίον επεδίωκε να αποπλύνη πάση θυσία».
Μόλις συγκροτήθηκε η «Ηπ. Εταιρεία» όλη η προσοχή της εστράφει στην υπόδουλη πατρίδα. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η ίδρυση τριών διευθύνσεων στα τρία ζωτικότερα κέντρα της Ηπείρου. Οι διευθύνσεις αυτές εστεγάζονταν στα ελληνικά προξενεία τριών πόλεων της Ηπείρου και διευθύνονταν από ειδικούς αντιπροσώπους της Εταιρείας, κατά προτίμηση αξιωματικούς. Έτσι, ιδρύθηκαν η Α’ Διεύθυνση στα Ιωάννινα, η Β’ στην Πρέβεζα και η Γ’ στο Αργυρόκαστρο. Μεγάλη και πραγματική δράση ανέπτυξε η Α’ Διεύθυνση, ενώ οι άλλες δύο δεν παρουσίασαν αξιόλογη δράση, ιδιαίτερα δε η Γ’ δεν έκαμε σχεδόν τίποτε για πολλούς λόγους.
Την Α’ Διεύθυνση, δηλ. των Ιωαννίνων, την ανέθεσε στον Κων. Τσιριγώτη, ο οποίος βρισκότανε στα Γιάννινα, όπως είπαμε πιο πάνω. Ο Τσιριγώτης απευθύνθηκε στους γιατρούς Β. Ρέκκα και Ιω. Βαδαλούκα και ζήτησε την βοήθειά τους. Πρώτη ενέργεια ήταν σύμφωνα με το καταστατικό η μύηση μελών. Επειδή για λίγο παρουσιάστηκε κάποια αδράνεια από φόβο, το κέντρο ανέθεσε την μύηση στον τότε Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα με το ψευδώνυμο Δρύνος. Έτσι, στις 11 Ιουνίου 1907 εορτή του Αγίου Πνεύματος εμύησε στην Μονή Παλιούρης τους δικηγόρους Περικλή Γεωργίτση και Αλέξανδρο Λειβαδέα με τα ψευδώνυμα Λέανδρος και Λάϊος αντίστοιχα.
Από την ημέρα αυτή άρχισε η ραγδαία δράση της Α’ Διεύθυνσης. Μέσα σε λίγες μέρες εμυήθηκαν οι γιατροί Αριστοτέλης Χρηστίδης (ψευδ. Γύλιππος), Δημ. Βλαχλείδης (ψευδ. Σμυνίας), Παναγ. Μίνως (ψευδ. Σκλίβανος), Ιω. Πισπυρής (Αλεξάνωφ), Αλκιβ. Φουρτουνόπουλος (ψευδ. Δώρος). Έτσι συγκροτήθηκε το πρώτο τμήμα στα Γιάννινα που πήρε τον αριθμό 20.
Πρόεδρος του Τμήματος αυτού στην αρχή ήταν ο αρχαιότερος εταίρος Ιω. Βαδαλούκας (ψευδ. Ιδομενεύς), αργότερα δε ο Χρηστίδης. Η οργάνωση άρχισε το έργο της απευθυνόμενη κυρίως στις λαϊκές τάξεις. Εκεί εύρισκε γονιμότατο έδαφος, γιατί είχε καλλιεργηθεί πριν από δύο χρόνια από την ομάδα Θωμαΐδη, η οποία και αποτέλεσε και τον πυρήνα του 20ού Τμήματος της Εταιρείας.
Η εκλογή γινότανε με πολύ μεγάλη προσοχή. Εμυήθηκαν άνθρωποι με ένθεο ζήλο, πράγμα που εξασφάλισε την επιτυχία της Η.Ε. από τους πρώτους μήνες. Προηγείτο λεπτομερής και διονυχιστική διδασκαλία, κατόπιν σχολαστική έρευνα του ποιού των προτεινομένων προς μύησιν. Τα μεγάλα οικογενειακά βάρη, η μέθη, η επιπολαιότητα, η ροπή σε ερωτικές περιπέτειες, οι οικονομικές σχέσεις του υποψηφίου με τον κατακτητή, όλα αυτά ήταν λόγοι αποφυγής προς μύησιν. Σ’ αυτή την τακτική οφείλεται και η επιτυχία. Μέγας διδάσκαλός τους σ’ αυτό ήταν η «Φιλική Εταιρεία».
Η Α’ Διεύθυνση είχε την γνώμη ότι δεν μπορούσε να νοηθεί προετοιμασία του λαού για ένοπλη δράση χωρίς παράλληλο εξοπλισμό των μελών της. Γιατί αυτό θα συντελούσε στην εξύψωση του φρονήματος, αλλά και στην εδραίωση της εμπιστοσύνης των μυημένων. Έτσι, στις αρχές του 1908 εισηγήθηκε με μακροσκελή έκθεση στο Διοικ. Συμβούλιο ότι είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει αυτό. Συγχρόνως υπέδειξε και με ακρίβεια τον τρόπο και το δρομολόγιο για την ασφαλέστερη μεταφορά όπλων.
Το κέντρο ενέκρινε την πρόταση και έστειλε σαν πρώτη δόση 350 αραβίδες Γκρα μαζί με τα ανάλογα φυσίγγια από την Εφορεία υλικού πολέμου της Αμφιλοχίας (τότε Καρβασαράς). Τα όπλα αυτά παραδόθηκαν στον πρόεδρο Καλαρρυτών ιατρό Γ. Ζάγκλη (ήταν εταίρος της Πίνδου), ο οποίος φρόντισε για την μεταφορά και αποθήκευση στους Καλαρρύτες (οι Καλαρρύτες ήταν το τελευταίο ελληνικό χωριό).
Παρουσιάστηκαν, όμως, μερικά εμπόδια στην αρχή για την μεταφορά και άργησε λίγο να γίνει. Μόλις τότε τοποθετήθηκε στα Γιάννινα ο ανθυπολοχαγός Μανέτας (ψευδ. Θησεύς) και επακολούθησε κάποια αναστάτωση. Έπειτα η πλειοψηφία των εταίρων προέβαλε αντιρρήσεις, γιατί εφοβούντο τις βαρειές συνέπειες σε περίπτωση ανακαλύψεως. Γιατί μετά την επανάσταση του 1878 (στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου έγιναν κινήματα στην Ήπειρο και αλλού), οι Τουρκικές αρχές είχαν αφοπλίσει συστηματικά την Ήπειρο με άγριες μεθόδους. Από τότε παρακολουθούσαν με άγρυπνο μάτι μήπως οι ραγιάδες κατέχουν και το ελάχιστο πολεμικό όπλο. Βαρύτατες ήταν οι συνέπειες για τους αποκαλυπτόμενους κατόχους όπλων.
Αποφασίστηκε τότε να αναθέσουν στους εταίρους Γύλιππο και Λάϊο (ψευδώνυμα) να οργανώσουν με δική τους ευθύνη την μεταφορά με ομάδες που είχαν μυήσει οι ίδιοι.
Η επιχείρηση δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η απόσταση των Ιωαννίνων από τους Καλαρρύτες ήταν 16-18 ώρες. Το πέρασμα από τα σύνορα πολύ δύσκολο γιατί εφρουρούντο άγρυπνα από τα τουρκικά φυλάκια.
Ύστερα από μακρές συσκέψεις καταρτίστηκε με κάθε λεπτομέρεια το εξής σχέδιο: Κατάλληλη εποχή για τη μεταφορά θεωρήθηκε ο χειμώνας που είναι μεγάλες και βροχερές οι νύχτες. Από τους Καλαρρύτες θα μεταφέρονταν στην Κερπίνα και από εκεί σε μια αποθήκη κοντά στην Κράψη από επίλεκτες ομάδες της Κράψης. Από εκεί οι ίδιες ομάδες, που ήταν συγγενείς του Γυλίππου, τη δεύτερη νύχτα θα τα μετέφεραν στη Μονή Τζιόρας κοντά στο Δρίσκο.
Από εκεί θα παραδίνονταν την ίδια ή την επόμενη νύχτα σε επίλεκτους άνδρες των ομάδων Ιωαννίνων και Νήσου, οι οποίοι με μικρές βάρκες από τις ανατολικές ακτές της λίμνης θα τα μετέφεραν την ίδια νύχτα στο τέρμα της συνοικίας Σιαράβα και κάτω ακριβώς από τον Πύργο Λιθαρίτσια σε ένα παλαιό μύλο του Ασβεστά που ήταν εκεί (σημερινή οδός Γαριβάλδη).
Εκεί θα κρύβονταν προσωρινά μέσα στον οχετό που συνέδεε τον μύλο με την λίμνη. Μέσα στο μύλο θα διανυκτέρευε φρουρά, η οποία θα επιτηρούσε τη γύρω περιοχή όλη τη νύχτα. Μόλις εμφανίζονταν οι βάρκες η φρουρά θα έτρεχε να παραλάβει το πολύτιμο φορτίο. Ωρίστηκαν συνθήματα και σημεία αναγνωρίσεως. Οι άνδρες εδιδάχτηκαν όλες τις λεπτομέρειες των ενεργειών τους σε κάθε πιθανή περίπτωση.
(συνεχίζεται)
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στην πρώτη φωτογραφία το έμβλημα της Ηπειρωτικής Εταιρείας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη δεύτερη μαχητές του εθελοντικού Σώματος του Οπλαρχηγού Φαρμάκη (περίπου το 1908). Φωτο αρχείο Ηπειρωτικής Εταιρείας.