Στις 24 Απριλίου του 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αφορμή την καταπίεση των Ορθοδόξων στα εδάφη της τελευταίας. Μετά από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τα ρωσικά στρατεύματα, αφού πρώτα διέσχισαν τις Μολδαβία,Ρουμανία και Βουλγαρία, προέλασαν μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριμένα ως το προάστιο του Αγίου Στεφάνου.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού η Ελλάδα έμεινε ουδέτερη λόγω πιέσεων από την Αγγλία και την Γαλλία με αποτέλεσμα η αντίδρασή της να είναι αρκετά καθυστερημένη.
από τα Θέματα Ιστορίας
Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού η Ελλάδα έμεινε ουδέτερη λόγω πιέσεων από την Αγγλία και την Γαλλία με αποτέλεσμα η αντίδρασή της να είναι αρκετά καθυστερημένη.
Με πρωτοβουλία Ηπειρωτών και λοιπών πατριωτών δημιουργήθηκαν αρκετές εταιρείες και επιτροπές οι οποίες θα προετοίμαζαν το έδαφος για την οργάνωση επανάστασης στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο όπου ήδη υπήρχε αναβρασμός λόγω της πρόθεσης της Υψηλής Πύλης να εγκαταστήσει στην Ήπειρο αλλά και στην Θεσσαλία Κιρκάσιους Μουσουλμάνους ως εποίκους. Οι μόνες επίσημα αναγνωρισμένες επιτροπές ήταν οι ''Εθνική Άμυνα'' και ''Αδελφότης'',οι οποίες όμως αντιμετώπιζαν σοβαρά οργανωτικά προβλήματα.
Κατά τα τέλη του 1877 διεξήχθησαν επαφές εκπροσώπων ελληνικών εθνικών εταιρειών με διάφορους Αλβανούς στρατιωτικούς και οπλαρχηγούς με σκοπό την διεξαγωγή κοινού απελευθερωτικού αγώνα. Οι κυριότερες διαπραγματεύσεις που έγιναν ήταν με τον Γκιολέκα στην Κέρκυρα (αποδείχτηκαν άκαρπες) και με διάφορους Αλβανούς αξιωματικούς στην Άρτα όπου υπήρχε μερική επιτυχία καθώς επετεύχθη συμφωνία με τον δυσαρεστημένο διοικητή μονάδων της τότε ελληνοτουρκικής μεθορίου, Εμίν Αγά.
Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη αλλά δεν προχώρησαν, κυρίως λόγω των επίμονων αξιώσεων των Αλβανών στην Ήπειρο.
Μερίδιο της ευθύνης έφερε και η ελληνική πλευρά με τις αξιώσεις για ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα και την αντίθεση της στο αλβανικό αίτημα για ίδρυση αλβανικής ηγεμονίας υποτελούς στην Ελλάδα, στην οποία θα υπαγόταν και η Ήπειρος.
Η υπογραφή ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών έθεσε τέρμα στις όποιες σκέψεις για ελληναλβανική συμμαχία. Μάλιστα, μετά από την ανακωχή, οι Αλβανοί θα έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στην καταδίωξη των επαναστατών. Άλλος ένας αρνητικός παράγοντας ήταν η αναποφασιστικότητα και οι συνεχείς υπαναχωρήσεις του επίσημου ελληνικού κράτους κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ''Εθνική Άμυνα'' και η ''Αδελφότης'' άρχισαν να οργανώνουν τοπικές επιτροπές σε Ιωάννινα,Πάτρα, Βόνιτσα, Κέρκυρα κλπ ενώ η Αμφιλοχία μετετράπη σε κέντρο ανεφοδιασμού των ενόπλων τμημάτων της Νοτίας Ηπείρου.
Στα τέλη Ιανουαρίου ξέσπασαν εξεγέρσεις στα Τζουμέρκα, στο Βάλτο και στο Ραδοβίτσι Άρτας οι οποίες κατεπνίγησαν έως τα τέλη Φεβρουαρίου.
Την νύκτα της 11ης προς 12η Φεβρουαρίου 1878, σώμα 700 εθελοντών (αποτελούμενο κυρίως από Ηπειρώτες που διέμεναν στα Επτάνησα) με αρχηγό τον Γ. Στεφάνου αποβιβάστηκε στην περιοχή απέναντι από την Κέρκυρα, κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και κινήθηκε προς το Δέλβινο. Ενώ η συμμετοχή των Δελβινιωτών υπήρξε αθρόα, η Χιμάρα έμεινε ουσιαστικά αμέτοχη, στερώντας έτσι ένα σημαντικό στήριγμα στους επαναστάτες. Άλλος αρνητικός παράγοντας ήταν η μη εξάπλωση της επανάστασης στην Νότια Ήπειρο.
Για την κατάπνιξη της εξέγερσης επιστρατεύτηκαν 6.000 άνδρες υπό τον Ιμπραήμ Πασά των Ιωαννίνων, οι οποίοι στις 23 Φεβρουαρίου νικούν τους επαναστάτες στο Λυκούρσι.
Ακολούθησε η πυρπόληση 20 χωριών και η σφαγή εκατοντάδων αμάχων ενώ 120 αιχμάλωτοι από τη μάχη στο Λυκούρσι στάλθηκαν στα Ιωάννινα όπου δέχτηκαν τις επιθέσεις και τους προπηλακισμούς του μουσουλμανικού αλλά και του εβραϊκού όχλου.
Ακολούθησε η πυρπόληση 20 χωριών και η σφαγή εκατοντάδων αμάχων ενώ 120 αιχμάλωτοι από τη μάχη στο Λυκούρσι στάλθηκαν στα Ιωάννινα όπου δέχτηκαν τις επιθέσεις και τους προπηλακισμούς του μουσουλμανικού αλλά και του εβραϊκού όχλου.
από τα Θέματα Ιστορίας
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878 ΣΤΟ ΛΥΚΟΥΡΣΙΟ ΤΗΣ ΑΝΩ ΗΠΕΙΡΟΥ
Είναι το πρώτο ιστορικό βιβλίο μου μέσα απ’ το οποίο ο αναγνώστης θα κομίσει πληροφορίες που αποδεικνύουν υπό ποιο «καθεστώς» βαρβαρότητας και τρομοκρατίας επιβίωνε την συγκεκριμένη περίοδο ο ελληνισμός των περιοχών μας.
Γίνεται λόγος για μια επανάσταση που ως επίκεντρο είχε το Λυκούρσιο των Αγίων Σαράντα, επανάσταση που για λόγους που αναφέρονται στο βιβλίο απέτυχε καταλήγοντας σε σφαγή του άμαχου πληθυσμού και σε πυρπόληση του Λυκουρσίου και όλων των χωριών του Βούρκου και των Ριζών.
Η αλβανική ιστοριογραφία (αν και τότε δεν υπήρχε αλβανικό κράτος) την πυρπόληση του Λυκουρσίου, όπως συνήθως για όλα, την χρεώνει στους Έλληνες. Μάλιστα κάθε χρόνο έχει καθιερώσει και την μνημόνευση της επετείου, όταν τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που παρουσιάζονται αποδεικνύουν το αντίθετο.
Μάλιστα οι «Τουρκαλβανοί», όπως τους αποκαλούσαν οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι της περιόδου, αν και είχαν υποσχεθεί να βρεθούν στο πλευρό των επαναστατών, τέθηκαν υπό την σημαία των Τούρκων, προκαλώντας απάνθρωπα εγκλήματα στους αδελφούς τους Χριστιανούς.
Για να εγείρω το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού και όχι μόνο των περιχώρων, με περιγραφές και φωτογραφίες, θεώρησα εύλογο να επισημάνω πως γνώρισα το Λυκούρσιο και ποια η τοποθεσία του στην γεωγραφία της ευρύτερης περιοχής. Επίσης την ιστορία της περιοχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και τον αρχαιολογικό χάρτη των περιχώρων που το περιβάλουν.
Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για το «καθεστώς» που επιβίωσε η κοινότητά μας, κυρίως μετά το 1990, συμπεριλαμβάνοντας τα ιδιοκτησιακά και τα δημογραφικά προβλήματα. Επίσης για το πώς βλέπω το μέλλον της κοινότητάς μας ως μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αν και μπορεί να υπάρχουν και αντιδράσεις.
Παρουσιάζονται συγκεκριμένα στοιχεία για την βάρβαρη συμπεριφορά των «Τουρκαλβανών» έναντι του χριστιανικού πληθυσμού των επαρχιών Δελβίνου, Αργυροκάστρου και των παράκτιων χωριών, τον 18ο αιώνα, την περίοδο 6 μήνες πριν την επανάσταση αλλά και μετά την επανάσταση.
Στο τρίτο μέρος γίνεται αναφορά για την πολιτική του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και την αρνητική στάση των τότε κυβερνήσεων έναντι των επαναστατημένων περιοχών, γεγονός που γνωρίζουμε ότι είχε και επακόλουθα.
Στο τέταρτο μέρος γίνεται αναφορά για όλο το χρονικό της επανάστασης, για το άδοξο τέλος της και τα εγκλήματα που διεπράχθησαν, καθώς και το χρονικό της αποχώρησης. Επίσης για τα συμπεράσματα της αποτυχίας και την απάνθρωπη συμπεριφορά των «Τουρκαλβανών» στην μετά επαναστατική περίοδο.
Το ιστορικό ολοκληρώνεται με το «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ» στο οποίο μέσα από τα αρχεία του ΥΠ. ΕΞ. Ελλάδος παρουσιάζονται εκθέσεις που στέλνονται προς τον τότε υπουργό εξωτερικών από το προξενείο της Ελλάδας στα Ιωάννινα και τα υποπροξενεία Αγίων Σαράντα και Αργυροκάστρου, καθώς και από τον νομάρχη Κέρκυρας. Επίσης η λίστα με 131 ονόματα των αιχμαλώτων που υπό συνθήκες βαρβαρότητας και ταπείνωσης οδηγήθηκαν στις φυλακές Ιωαννίνων.
Το βιβλίο κλείνει με 182 σελίδες και μια επισήμανση στο πίσω εξώφυλλο για όποιους σημερινούς Αλβανούς το διαβάσουν. Επειδή και μετά το 1990 επιβιώσαμε απαράδεχτες συμπεριφορές τρομοκρατίας, όπως γίνεται αναφορά και στο βιβλίο, ας λάβουν υπόψη τους ότι σεβόμαστε την «κοινή πατρίδα» στην οποία να ζούμε σαν «αδέρφια», χωρίς να σημαίνει ότι εμείς «ραγιάδες» και αυτοί «αγάδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου