"Έλληνας γεννήθηκα και Έλληνας θα πεθάνω!”
Ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, γεννήθηκε στη Δίβρη το 1913 σε πάμφτωχη οικογένεια. Ο πατέρας του Χρήστος επί χρόνια περιφερόταν παράνομος στο κλαρί, επειδή διώκονταν από την αστυνομία. Το 1918 σκοτώνεται από την Ιταλούς καραμπινιέρους μετά από προδοσία. Ύστερα του κάψανε το σπίτι. Έτσι η οικογένεια ορφάνεψε, η σύζυγός του έμεινε χήρα με τρία τέκνα και με κατοικία μια τρώγλη.
Ο Αριστοτέλης τελείωσε το δημοτικό στη γενέτειρά του και με τη φροντίδα των τότε αρχών του χωριού στάλθηκε στο Ιεροδιδασκαλείο της Βελλάς. Ήταν μελετηρός τύπος και διακρινόταν ανάμεσα στους συμμαθητές του. Στο απολυτήριο αναφέρεται «Άξιος απολύσεως» με γενικό βαθμό άριστα και διαγωγή «κοσμιωτάτη».
Επέστρεψε στο χωριό σε μια δύσκολη περίοδο για τα σχολεία μας όπως ήταν εκείνη του 1933-1934, όπου η κυβέρνηση του Ζώγκου προσπάθησε να εξαλβανίσει τα σχολεία μας. Πήρε ενεργό μέρος στο απεργιακό κίνημα. Μετά την αναγνώριση από το Δικαστήριο της Χάγης του δικαιώματος της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα τα σχολεία ξανάνοιξαν το 1935-1936.
Τότε και ο Αριστοτέλης διορίστηκε δάσκαλος, υπηρετώντας πιστά στα χωριά Λύβηνα, Κρανιά, Φοινίκι και Τσούκα, προσφέροντας ταυτόχρονα ελπίδα στα Βορειοηπειροτόπουλα που τόσο πολύ αγαπούσε.
Στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πρωτοστάτησε για την υπεράσπιση του χωριού. Διορίστηκε υποδιοικητής του παρτιζάνικου τάγματος «Λευτέρης Τάλλιος», όπου και υπηρέτησε αρκετό καιρό. Αργότερα απολύθηκε ως ανεπιθύμητος.
Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε δάσκαλος στην Τσούκα. Τα πατριωτικά του αισθήματα εκδηλώνονται παντού. Η «σιγκουρίμι» τον είχε υπό παρακολούθηση. «Χαράλαμπε, είπε στο φίλο του, κινδυνεύουμε να συλληφθούμε, γι' αυτό φυλάξου και εσύ. Εμένα με συμβούλεψαν να δραπετεύσω. Δεν το κάνω, όμως, γιατί ο αγώνας μας είναι εδώ. Τι θα μας κάνουν. Θάνατος δεν υπάρχει. Η φυλακή για τους άνδρες είναι».
Συλλαμβάνεται, τελικά, στο σχολείο της Τσούκας και οδηγείται στον Καλιά του Αργυροκάστρου μαζί με τους πατριώτες Σωτήρη Σκεύη και Νάσιο Πάντο. Εκεί βασανίζεται βάρβαρα μαζί με άλλους μειονοτικούς πατριώτες για να παραδεχτούν τις ανύπαρκτες κατηγορίες. Από το στρατοδικείο Αργυροκάστρου καταδικάζονται σε θάνατο με την κατηγορία «πράκτορες της Ελλάδας ».
Παρ' ότι ο αδερφός του συγκέντρωσε στα χωριά χιλιάδες υπογραφές με σκοπό να του αποδοθεί χάρη, τίποτε δεν άλλαξε την απόφαση. Ο αδερφός του δικάστηκε σε κάθειρξη τριών ετών και καταναγκαστική εργασία. Στο δικαστήριο ο στρατιωτικός εισαγγελέας Γ. Κώτσιας του είπε: «Χαρμπάτση, παράτα τα και γύρνα ». Αυτός απάντησε: «Έλληνας γεννήθηκα και Έλληνας θα πεθάνω. Θα κόψεις πέντε, δέκα δέντρα, πολλά κλωνάρια θα απομείνουν».
Όταν τον πήγαν για εκτέλεση ο Τέλης είπε στους άλλους φυλακισμένους « Άντε ρε παιδιά, μη χολιάζεται, γάμος χωρίς κριάρι δεν γίνεται. Η πατρίδα θέλει θυσίες ». Δε δέχτηκε να δέσει τα μάτια, λέγοντας : « Οι άνδρες δεν σκοτώνονται με τα μάτια δεμένα ».
Σωριάστηκε στο λάκκο μετά τη χαριστική βολή του επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Αυτή ήταν η ζωή και η δράση του Αριστοτέλη Χαρμπάτση και έτσι παλικαρίσια έπεσε από το βόλι των δημίων της κομουνιστικής δικτατορίας.
Ήταν τραγουδιστής, απλός άνθρωπος, αγαπητός στην παρέα, θερμός πατριώτης.
Ας γίνει οδηγός και εμπνευστής σε όλους τους Βορειοηπειρώτες.
Η τελευταία παραγγελία, που ο αδικοχαμένος Τέλης άφησε γραμμένη στο κελί του στον Καλιά, είναι:
«Παιδιά της Μειονότητας, προχωρήστε! Μην οπισθοχωρείτε!»
(από συνεργάτη μας στη Β. Ήπειρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου