Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914, ανάμεσα στην Αντάντ (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) δημιούργησε νέες καταστάσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή αλλά και στα Βαλκάνια.
Η Ιταλία αν και σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων παρέμεινε ουδέτερη προκειμένου να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισότερα ανταλλάγματα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αδριατικής, πριν ταχθεί με τον ένα ή τον άλλο συνασπισμό.
Για το σκοπό αυτό αποδύθηκε σε έντονες παρασκηνιακές διπλωματικές διαβουλεύσεις κυρίως εξαιτίας του μεγάλου αναταγωνισμού της με την Αυστρία για την κυριαρχία στα αδριατικά παράλια.
Η ίδρυση του αλβανικού κράτους που είχαν επιδιώξει και οι δύο δυνάμεις ως προσωρινή λύση, έφερε αντίθετα αποτελέσματα γιατί προέκυψε αμέσως το ζήτημα της κηδεμονίας του.
Στην Αλβανία παράλληλα την περίοδο αυτή επικρατούσε πολιτικό χάος. Επίσης για την περιοχή και ιδιαίτερα για τη Βόρειο Ήπειρο ήταν άμεσα ενδιαφερόμενη και η ουδέτερη Ελλάδα.
Έτσι και οι δύο εμπόλεμες παρατάξεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιώντας και το Βορειοηπειρωτικό, προσπαθούσαν, ανάλογα με τα συμφέροντα τους, είτε να προσεταιρισθούν τις δύο χώρες (Ελλάδα και Ιταλία) είτενα τις διατηρήσουν τουλάχιστον ουδέτερες.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1914 η Ιταλία γνωστοποίησε και στους δύο συνασπισμούς ότι ως μόνη ουδέτερη χώρα, απ’ αυτές που υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το1913 για την ίδρυση του αλβανικού κράτους, θα έπαιρνε δικαιωματικά όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Αλβανίας.
Στο θέμα αυτό ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Έντυουαρντ Γκρέυ επέστησε την προσοχή της ιταλικής κυβερνήσεως στο πρόβλημα των λιμοκτονούντων Μωαμεθανών της Ηπείρου και στις σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών. Επείδη όμως η Μεγάλη Βρετανία αμφέβαλε στο αν η κυβέρνηση της Αυτόνομης Πολιτείας θα είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει την τάξη στη Βόρειο Ήπειρο γνωστοποίησε στην Ιταλία, με τον πρεσβευτή της στη Ρώμη, ότι και με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων της, θα εξουσιοδοτούσε την Ελληνική Κυβέρνηση να αποστείλει στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, η οποία θα αποσυρόταν όταν το ζητούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Δήλωσε επίσης ότι η Ελλάδα δεν θα είχε αντιρρήσεις για την κατάληψη του Αυλώνα από τους Ιταλούς.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Σαλάντρα αν και πρόβαλε άρνηση να συνεννοηθεί απευθείας με την Ελλάδα για την προσωρινή κατάληψη της Βορείου Ηπείρου, έκανε γνωστό ότι δεν θα είχε αντίρρηση να σταλεί μικρή στρατιωτική δύναμη για να διατηρήσει την τάξη στην περιοχή.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή διέβλεπε τους τεράστιους κινδύνους που απειλούσαν την ελεύθερη Βόρειο Ήπειρο εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων της Ιταλίας, δεν δίστασε να επωφεληθεί από την εξουσιοδότηση, έστω και υπό όρους.
Η διαταγή για την επιστροφή του Ελληνικού Στρατού εκδόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1914 με την υπογραφή του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος είχε ενημερώσει σχετικά την Βουλή των Ελλήνων για την εξουσιοδότηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στις οδηγίες που δόθηκαν την επομένη με άλλη διαταγή, καθοριζόταν αυστηρά να αποφευχθούν κάθε είδους τελετές και υποδοχές γιατί η εντολή που είχε αποσπάσει η Ελληνική Κυβέρνηση δεν δικαιολογούσε τέτοιες εκδηλώσεις. Άλλωστε υπήρχε ο φόβος να τις θεωρήσουν ως πρόκληση οι προστάτιδες δυνάμεις της Αλβανίας, η Ιταλία και η Αυστρία. Η εξουσιοδότηση που είχε η Ελλάδα από την πλευρά της Αντάντ ήταν η δύναμη που θα έστελνε στη Β. Ήπειρο να είχε καθαρά αστυνομικό ρόλο.
Ασφαλώς η ίδια εντολή, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι μυστικές υποσχέσεις για ευνοϊκή μελλοντική ρύθμιση του θέματος της Β. Ηπείρου, ήταν μια σοβαρή και επίσημη αναγνώριση ότι η Ελλάδα είχε δικαίωμα να ενδιαφέρεται για την τύχη των Βορειοηπειρωτών.
Τμήματα της 8ης Μεραρχίας έχοντας έδρα την Κέρκυρα και Διοικητή τον Συνταγματάρχη Δ. Ιωάννου αποβιβάστηκαν στα ατμόπλοια "Σιδέρης" και "Ανδρομάχη" και μεταφέρθηκαν στους Άγιους Σαράντα στις 13 Οκτωβρίου το απόγευμα και το πρωί της επομένης τα τμήματα της ξεκίνησαν για τους προορισμούς τους. Από την άλλη πλευρά η 9η Μεραρχία με Διοικητή τον Αναστάσιο Παπούλα εγκατάσταθηκε στην Πρεμετή στις 17 Οκτωβρίου.
Παρά τη διαταγή στην Κορυτσά έγινε επίσημη και ενθουσιώδης υποδοχή του 26ου Συντάγματος Πεζικού του Ελληνικού Στρατού από το Σύνταγμα του Αυτονομιακού Στρατού της περιοχής, τις Αρχές και ολόκληρο το λαό της πόλης. Το ίδιο έγινε και σε άλλες πόλεις της Β. Ηπείρου.
Η κατάσταση όμως για τους πρωτεργάτες του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα που είχαν αποχωρήσει από τον Ελληνικό Στρατό για να καταταγούν σε αυτόν της Αυτονόμου Ηπείρου, γινόταν πολύ δύσκολη, αφού έπρεπε να δικαστούν ως «λιποτάκτες».
Επίσης οι βαθμοί που τους δόθηκαν από την Προσωρινή Κυβέρνηση Ζωγράφου κατά την ένταξη τους στον Αυτονομιακό Στρατό ή για τη δράση τους στα πεδία των μαχών, τόσο για τους αξιωματικούς όσο και για τους υπαξιωματικούς, δεν αναγνωρίστηκαν.
Τελικά οι περισσότερες από τις δίκες των «λιποτακτών» δεν έγιναν και όσες είχαν αρχίσει δεν ολοκληρώθηκαν, αφού τους δόθηκε «γενική αμνηστία».
Πολύ σύντομα άλλωστε, τα γεγονότα που επακολούθησαν ήταν τόσο συγκλονιστικά που η προσοχή του κόσμου στράφηκε σε αυτά.
Ο Αυτονομιακός Αγώνας αν δεν λησμονήθηκε εντελώς, με τον καιρό πέρασε στο περιθώριο της επικαιρότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου