του Νίκου Αηδόνη - Αμερική
Ήταν χρόνια
σκληρά, γεμάτα από ανέχεια, φτώχεια και πείνα, συνοδευμένα από παιδικά
νοσήματα, ιλαρά, οστρακιά, διφθερίτιδα και πολλά άλλα, όπως ελονοσία, φυματίωση
κτλ.
Τα πολλά παιδιά, οι
δυσκολίες της ζωής, οι προσπάθειες για τον επιούσιο έκαναν τους γονείς σκληρούς
και σχεδόν αδιάφορους έναντι των παιδιών.
Τα παιχνίδια μας ήταν
απλά: κρυφτούλι, σκλαβάκια, κοτσκανάκη, ομάδες, διελκυστίνδα κτλ.
Στα επικίνδυνα ήταν
ο πετροπόλεμος μεταξύ των δύο μαχαλάδων και των γειτονικών χωριών.
Μεταξύ των παιδιών
των κάπως ευπόρων οικογενειών και των λοιπών δεν υπήρχαν μεγάλες διαφορές. Τα
εύπορα τρώγανε και ντύνονταν κάπως καλύτερα και καμιά φορά οι γονείς τους τους
αγοράζανε και κανένα τόπι, το οποίο όμως απολάμβαναν όλα τα παιδιά.
Αν σε όλα αυτά
προσθέσουμε και τους τότε πολέμους, την θανατηφόρο ισπανική γρίπη, τότε
αντιλαμβάνεσθε πόσο “τυχεροί” ήμασταν στα παιδικά μας χρόνια…
Θα ήταν
μάταιο και βλακώδες να συγκριθούν τα παιδικά μας χρόνια με την παιδική ζωή των
μεταπολεμικών χρόνων, συγκρίσεις αδιανόητες ή μάλιστα αδύνατες, και γι΄ αυτό την
αντιπαρέρχομαι. Ένα έχω να σημειώσω: στα
χρόνια μας οι γονείς ήταν σχεδόν σκληροί έναντι των τέκνων των, ενώ, αντίθετα,
τα παιδιά τούς σεβόταν, τους αγαπούσαν, τους λάτρευαν.
Σήμερα οι
γονείς είναι όμηροι των παιδικών αιτημάτων και αξιώσεων και πολλές φορές
δείχνουν αρρωστημένο ενδιαφέρον για την ικανοποίησή των
και προς άρση πάσης παρεξηγήσεως (ομιλώ δια τον κανόνα, ο οποίος έχει και τις
εξαιρέσεις του).
Κατά τα τέλη Μαΐου και
αρχάς Ιουνίου όλα τα παιδιά από το μαχαλά της Χούνης πηγαίναμε κάθε βράδυ και,
κυρίως, σε σκοτεινές και ασέληνες νύχτες και ιδιαίτερα μετά από απογευματινή
νεροποντή ή καταιγίδα, ολόκληρος ο ορατός από την καρυδιά του Γκωτσώνη χώρος
προς τα κομμάτια, έλαμπε από τους αναβοσβήνοντας φωσφορισμούς των πηγολαμπίδων (κωλοφωτιές) που, εκατομμύρια, πετούσαν σε όλον αυτόν τον τεράστιο χώρο
προσδίδοντας ένα μοναδικό και εξαίσιο θέαμα γλυκού φωτός, το οποίο,
επαναλαμβάνω, στην υπόλοιπη ζωή μου θα επιθυμούσα να το ξανάβλεπα.
Τους καλοκαιρινούς μήνες,
παιδιά 10-12 ετών, σκαρφαλώναμε στο καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής, κυρίως για
να χτυπήσουμε την καμπάνα.
Και δεν έφτανε μόνον αυτό. Ομάδες από παιδιά
πηγαίναμε στον «Πόροτο», ένα μικρό ποταμάκι του χωριού μας, που οι βοσκοί
κατέβαζαν τα κοπάδια τους να τα ποτίσουνε.
Παρακολουθούσαμε τα
κοπάδια με τα γιδοπρόβατα που έφταναν σ τον «Πόροτο» διψασμένα για να πιουν νερό. Για μας τα παιδιά ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η πορεία των κοπαδιών.
Μπροστά
στα μικρά κοπάδια προεπορεύετο ένα κριάρι στα μέσα του κοπαδιού και ένας τράγος, στα μεγάλα κοπάδια συνήθως δύο, ένα αριστερά και ένα δεξιά, με τον τράγο στη
μέση με τα
μεγάλα τους κουδούνια, τα επιβλητικά τους κέρατα και την μεγαλοπρέπειά τους, εν
γένει έδιναν την εντύπωση ότι ήταν οι κυρίαρχοι του κοπαδιού. Πίσω τους
ακολουθούσαν εις παράταξη τα γιδοπρόβατα, πλάϊ τους τα σκυλιά και πίσω τους ο
τσοπάνος.
Καμιά φορά κάποιο πρόβατο
ξεστράτιζε από την παράταξη, αλλά τα σκυλιά τα επανέφεραν στην τάξη. Μόλις
πλησίαζαν σε λίγα μέτρα από το ποταμάκι, τότε διαλύονταν η παράταξη.
Εδώ που τα λέμε, αν και
παιδιά του χωριού 10-12 ετών, δεν ήμασταν και τόσο απονήρευτοι. Κάναμε αρκετές
τρέλες για την ηλικία μας, που άλλες μπορούμε να τις φανερώσουμε και άλλες τις
έχουμε θάψει στην αιώνια ζωή.
Η φωτογραφία από το προφίλ facebook Gregory Kikinas
ΑπάντησηΔιαγραφή